Η «Δουνκέρκη» συναντάει από σήμερα τους έλληνες θεατές στο ολισθηρό πεδίο όπου οι προσδοκίες για την καλλιτεχνική αρτιότητα συναντούν τις προσδοκίες για την πιστή αναπαράσταση της ιστορίας. Ολο το προηγούμενο διάστημα και όσο πλησίαζε η έξοδός της στους κινηματογράφους η κριτική στα μεγαλύτερα διεθνή έντυπα εστίασε μεν στην ευρύτητα των πλάνων (γυρισμένων με κάμερα IMAX και φιλμ των 65 mm), αναζητώντας παράλληλα την άποψη που κουβαλάει η ταινία για τη βρετανική περηφάνια. Ειδικά σε μια περίοδο όπου το Νησί ακολουθεί τον δρόμο του Brexit όπως ήθελε το συνηθέστερο κλισέ των πάσης φύσεως αναλυτών.
Πριν από την ιστορία του Κρίστοφερ Νόλαν, πάντως, υπάρχει η Ιστορία σκέτη. Η στιγμή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου από την οποία εμπνέεται ο 47χρονος άγγλος σκηνοθέτης έχει δώσει ήδη σημαντικούς τίτλους στην ιστοριογραφία, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν το «Μάχη μέχρι τον τελευταίο» του Χιου Σέμπαγκ Μοντεφιόρε και το «Θαύμα της Δουνκέρκης» του Γουόλτερ Λορντ (βασισμένο σε μαρτυρίες στρατιωτών που επέζησαν).
Επιχείρηση «Δυναμό»
Τον Οκτώβριο του 1939 καταφθάνουν στη Γαλλία οι πρώτοι στρατιώτες του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στο πλευρό των συμμάχων τους κατά μήκος της μεθορίου με το Βέλγιο. Σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα αναμένουν μια γερμανική επίθεση η οποία φαίνεται να εκδηλώνεται τον Μάιο του 1940, όταν γερμανικά στρατεύματα εισβάλλουν στο Βέλγιο και την Ολλανδία. Γρήγορα, ωστόσο, τα συμμαχικά σώματα διαπιστώνουν ότι έχουν πέσει στην παγίδα ενός αντιπερισπασμού. Ο κύριος όγκος του γερμανικού στρατού προελαύνει νότια μέσω των Αρδεννών και μέχρι τις 20 Μαΐου θα φτάσει στη Γαλλία. Το βρετανικό σώμα, ο βελγικός στρατός και μεγάλο μέρος των γαλλικών δυνάμεων περικυκλώνονται με τα νώτα προς τη θάλασσα. Στις 26 Μαΐου ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος έχει γίνει πρωθυπουργός της Βρετανίας μόλις 16 ημέρες νωρίτερα, διατάζει την έναρξη της επιχείρησης «Δυναμό», με σκοπό την εκκένωση του γαλλικού λιμανιού της Δουνκέρκης από τα εγκλωβισμένα συμμαχικά στρατεύματα με προορισμό τις αγγλικές ακτές μέσω Μάγχης. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιχείρηση μαζικής διάσωσης στον 20ό αιώνα. Με την ολοκλήρωσή της στις 3 Ιουνίου έχουν δραπετεύσει 338.226 στρατιώτες (εκ των οποίων 115.000 Γάλλοι). Δεν διασώζονται όμως όλοι: 90.000 είτε χάνουν τη ζωή τους είχε αιχμαλωτίζονται από τους Γερμανούς.
Ο πατριωτικός μύθος που συνδέεται με την επιχείρηση είναι ότι σε αυτήν πρωταγωνίστησαν εκατοντάδες πλοιάρια, ψαράδικα και καΐκια, τα οποία επανδρώθηκαν από πολίτες. Οπως φαίνεται και στην ταινία, τα πλοιάρια όντως έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση. Η επιτυχία της όμως, σύμφωνα με τους ιστορικούς, οφείλεται κυρίως στο Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας (το μεγαλύτερο του κόσμου εκείνη την εποχή), αξιωματικοί του οποίου τη συντόνισαν. Ο αντίκτυπός της δεν άργησε να διεισδύσει στη σφαίρα του θρύλου και αποτυπώθηκε στον λόγο του Τσόρτσιλ στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 4 Ιουνίου: «Θα φτάσουμε ώς το τέλος. Θα πολεμήσουμε στη Γαλλία, στις θάλασσες και τους ωκεανούς, θα πολεμήσουμε με αυτοπεποίθηση και δύναμη στον αέρα, θα υπερασπιστούμε το νησί μας, με οποιοδήποτε κόστος. Θα πολεμήσουμε στις παραλίες, τους διαδρόμους προσγείωσης, στην ύπαιθρο και τους δρόμους…». Με τον τρόπο αυτό η υποχώρηση στη Δουνκέρκη πέρασε στην ιστορική μνήμη ως πράξη θριάμβου. Δεν ήταν απλώς μια φυγή αλλά τακτική νίκη που άνοιγε τον δρόμο για μεγαλύτερες.
Μια αλλιώτικη οπτική
Από αυτό το σημείο ξεκινάει η κριτική των ημερών. «Μακάρι η νέα ταινία του Νόλαν να μην έβγαινε αυτή την περίοδο», έγραψε η Τζένι Ράσελ στους «New York Times». «Το βασικό μήνυμά της, με την υπενθύμιση της ηρωικής υποχώρησης ώστε να επανέλθει η νίκη, δεν μπορεί παρά να τρέφει ακόμη την εθνική περηφάνια της Βρετανίας ότι ο θρίαμβος θα έρθει παρά τις αντίξοες συνθήκες… Τίποτε δεν θα μπορούσε να βοηθήσει λιγότερο τη συλλογική μας συνείδηση ενόσω η χώρα βαδίζει προς το Brexit». Από την πλευρά της η ιστορικός Γιασμίν Καν υπενθύμισε τη συμμετοχή στρατιωτών από τις αποικίες και κυρίως την Ινδία στον Β’ Παγκόσμιο που συνήθως αποκρύπτεται: «Η αφήγηση του θαρραλέου νησιού που νίκησε τους Γερμανούς αφήνει έξω τον παγκόσμιο χαρακτήρα του πολέμου. Ηταν τεράστιος ο αριθμός των ανθρώπων από τις αποικίες που πήραν μέρος».
Κι ύστερα υπάρχει ο ίδιος ο δημιουργός ο οποίος ευτυχώς δεν είναι διατεθειμένος να πάρει στους ώμους του το βάρος της ιστορικής ακρίβειας. «Δεν ήθελα να δείξω στρατηγούς μέσα σε δωμάτια πολέμου που τραβάνε γραμμές πάνω σε χάρτες. Επέλεξα μια υποκειμενική αφήγηση δοσμένη από διαφορετικές οπτικές. Ο θεατής βρίσκεται ανάλογα με τη στιγμή στην παραλία μαζί με τους στρατιώτες, μέσα σ’ ένα πλοιάριο ή μέσα στο πιλοτήριο ενός Σπιτφάιρ…» διευκρινίζει. Ο Νόλαν, λοιπόν, δεν γράφει (την) ιστορία. Αφηγείται ιστορίες με τις οποίες μπορούν να ταυτιστούν, να συγκινηθούν ή να θυμώσουν οι θεατές. Χάρη στη σημαντικότερη μορφή τέχνης που γεννήθηκε μέσα στον 20ό αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο που ο Μελ Γκίμπσον υπέγραψε στα «Πάθη του Χριστού» τη δική του υπαρξιακή περιπέτεια. Με τον ίδιο τρόπο που ο Ρομπέρτο Μπενίνι έδειξε στο «Η ζωή είναι ωραία» ένα αμερικανικό τανκ να απελευθερώνει ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το τελευταίο παράδειγμα με την άδεια της Μαρίας Γιαννακάκη, γενικής γραμματέως Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία καταχώρισε την ταινία σε όσες «παραχαράσσουν την ιστορία για να πάρουν Οσκαρ».