Τα φώτα στην αίθουσα σβήνουν, η σκηνή βυθίζεται στο σκοτάδι και στα επόμενα δευτερόλεπτα οι θεατές αντικρίζουν μεγάλα γκρίζα μπαλόνια μέσα στα οποία αντανακλούν φιγούρες ηθοποιών. Τα μπαλόνια που πέφτουν στο πάτωμα ή πετούν στη διάρκεια της παράστασης είναι το σήμα κατατεθέν στη «Lulu» του Φρανκ Βέντεκιντ, την οποία σκηνοθετεί η Αθηνά – Ραχήλ Τσαγγάρη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ (ανεβαίνει ώς τις 28 Αυγούστου). Αυτό επισημαίνει και στην κριτική του για λογαριασμό του γερμανικού περιοδικού «Spiegel» o Βόλφγκανγκ Χούμπελ, που δεν ξεχνά να σημειώσει πάντως ότι η παράσταση έκλεισε με «άδικα γιουχαΐσματα». Κι αυτό επειδή «η Τσαγγάρη δεν έδωσε στους θεατές ένα λουκούλλειο θέαμα, όπως αυτά που συνήθως αναμένουν στο Φεστιβάλ, αλλά έναν έξυπνο, καλαίσθητο και μουσικό καταιγισμό από εικόνες και λέξεις».
ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟ ΕΡΓΟ. Η «Lulu» του Βέντεκιντ έχει περάσει στην ιστορία του μουσικού θεάτρου ως ένα θρυλικό και αμφιλεγόμενο έργο. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1903, προσαρμοσμένο έτσι ώστε να αποφύγει τη λογοκρισία, για να διασκευαστεί στη συνέχεια για τον κινηματογράφο από τον Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ, με τον τίτλο «Κουτί της Πανδώρας» (1929) και πρωταγωνίστρια τη Λουίζ Μπρουκς. Η Λούλου είναι μια σαγηνευτική γυναίκα η οποία μαγεύει το δρα Σεν, εκδότη μιας μεγάλης εφημερίδας. Σύντομα ο γάμος διαλύεται με τραγικό τρόπο καθώς η Λούλου τον σκοτώνει και ταξιδεύει στο Παρίσι συνοδευόμενη από τον Αλβα, γιο του συζύγου της. Εκεί θα γνωρίσει και θα συνάψει σχέσεις με την κόμισσα Γκέστσβιτς (στην παράσταση την υποδύεται η καλή γερμανίδα ηθοποιός Φρίτσι Χάμπερλαντ). Στη συνέχεια τη συναντάμε στο Λονδίνο όπου η Λούλου γνωρίζεται με τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, του οποίου όμως θα πέσει θύμα.
Για τις ανάγκες της παράστασης, η οποία έκανε πρεμιέρα στις 17 Αυγούστου, η Τσαγγάρη επέλεξε τρεις διαφορετικές ηθοποιούς στο ρόλο της ηρωίδας –μία από αυτές η Αριάν Λαμπέντ, πρωταγωνίστριά της στο «Attenberg», με το οποίο κέρδισε καλές εντυπώσεις στα διεθνή φεστιβάλ (έπαινος στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2010, βραβείο ερμηνείας για την Λαμπέντ, υποψηφιότητα για καλύτερη ταινία στα LUX).
Στην ελευθεριακή μεταφορά της Τσαγγάρη, γράφει ο Χούμπελ, η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι μια μαύρη ήπειρος γεμάτη από αφηρημένους συμβολισμούς. «Στην πραγματικότητα, η «Lulu» δεν είναι απαραίτητα ένα μανιφέστο φεμινισμού, αλλά μια κατάθεση για το τι μπορεί να σημαίνει σήμερα η ηρωίδα για τους άλλους ανθρώπους. Ο πόθος, τουλάχιστον ο ανδρικός, αποτυπώνεται με ξεκάθαρες προβολές. Και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες είναι που προκαλούν τα πιο δυνατά συναισθήματα σ’ αυτήν την παραγωγή».