Στην ιντερνετική διάλεκτο έγινε viral και στις παρέες θέμα μικροσυζήτησης. Πάντως, δυσανάλογα πολλοί σε σχέση με την αντικειμενική σημαντικότητα του γεγονότος, μάθαμε από ανάρτηση της ίδιας ότι η δημοσιογράφος Μαρία Δεναξά χρυσοπλήρωσε σε ταβερνείο της Σύρου πλοκάμι χταποδιού και καλαμαράκια. Το κατάστημα, επιπλέον, δεν είχε τιμοκατάλογο ούτε POS. Σύνηθες στιγμιότυπο των διακοπών που η επανάληψή του δεν κατακυρώνει κανονικότητα. Από αυτήν την άποψη, πολύ καλά έκανε η δημοσιογράφος που το κατήγγειλε, έστω και διαδικτυακά, αφού διακατεχόμαστε από σύνδρομο που ταυτίζει την καταγγελία μίας παρανομίας στις Αρχές με τον χαφιεδισμό.
Από την επισήμανση της παρανομίας όμως μέχρι τη συλλήβδην δαιμονοποίηση των νησιώτικων ταβερνών που έχει εξελιχθεί σε διαδικτυακή σταυροφορία μεσολαβεί η απαξίωση μιας συστηματικής προσπάθειας για την αναβάθμιση της ελληνικής εστίασης, με τις εξαιρέσεις να την επιβεβαιώνουν. Αν λοιπόν έπαιρνα στα σοβαρά όσα έμαθα προσφάτως, θα έμπαινα στις ταβέρνες σαν να ήταν ναρκοπέδιο. Τα γκαρσόνια κάνουν ένα ταχυδακτυλουργικό (διότι είναι γνωστό ότι τον χειμώνα δουλεύουν ως ζογκλέρ) καθώς, τάχα, ανοίγουν το εμφιαλωμένο νερό που είναι όμως βρύσης. Τα φρέσκα ψάρια είναι όλα κατεψυγμένα, οι κεφτέδες περιέχουν υποκατάστατα κρέατος, οι κιμάδες γίνονται από αποφάγια πελατών, στα ψωμιά παραχώνουν αντιεμετικά για να μην ξερνάμε με αυτά που τρώμε και όσοι αντέχουν οικονομικά την αστακομακαρονάδα καλά να πάθουν διότι οι αστακοί τρέφονται με περιττώματα. Ασε δε που είναι βαριά η φέτα του τσολιά. Πενήντα γραμμάρια στη χωριάτικη, σύμφωνα με τον νόμο, και όχι τριάντα που μας σερβίρει η μαφία της σαρδελοαθερίνας. Αντε, από αύριο στις ταβέρνες με το κινητό στο ένα χέρι και τη ζυγαριά ακριβείας στο άλλο.