Ο καταλανικός εθνικισμός τις χώριζε, η τρομοκρατία τις ένωσε: ποτέ η Μαδρίτη δεν ήταν τόσο κοντά στη Βαρκελώνη. Πόσο όμως θα κρατήσει αυτή η σύμπνοια που προκάλεσε ο πόνος; Οι αναλυτές υπενθυμίζουν ότι μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στη Ράμπλας που στοίχισε τη ζωή σε 15 άτομα, ο ισπανός πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι και ο καταλανός πρόεδρος Κάρλες Πουτζδεμόν εμφανίστηκαν μαζί τρεις φορές προκειμένου να τιμήσουν τη μνήμη των θυμάτων, ενώ συνεργάστηκαν και στον συντονισμό των επιχειρήσεων της αστυνομίας.

Οι δυο τους βρίσκονταν στα μαχαίρια εξαιτίας της πρόθεσης του Πουτζδεμόν να διοργανώσει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας την 1η Οκτωβρίου. Ο Ραχόι έχει επιστρατεύσει κάθε μέσο που διαθέτει για να εμποδίσει τη διεξαγωγή του. Μετά την τρομοκρατική επίθεση, όμως, τα μαχαίρια μπήκαν στις θήκες τους. Σαν να είχαν κάνει μια άτυπη συμφωνία κυρίων, κανένας τους δεν χρησιμοποίησε την τραγωδία για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη, είτε υπέρ είτε κατά της ανεξαρτησίας.

Από την προσοχή των πιο παρατηρητικών πάντως δεν διέφυγαν κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες κατά τις δημόσιες τοποθετήσεις τους. Στην πρώτη του εμφάνιση μετά την επίθεση, ο ισπανός πρωθυπουργός αναφέρθηκε στον «πόνο του ισπανικού έθνους» χωρίς να μνημονεύσει την Καταλονία ούτε μία φορά. Ο Πουτζδεμόν από την πλευρά του δεν πρόφερε ούτε μια φορά τη λέξη «Ισπανία» στις δημόσιες δηλώσεις του, ενώ αναφέρθηκε στην Καταλονία σαν να ήταν μια διαφορετική χώρα.

Στο ίδιο πνεύμα αποδόθηκαν και τα εύσημα στις υπηρεσίες ασφαλείας. Η κεντρική κυβέρνηση έδωσε έμφαση στη σημασία της εθνικής ασφάλειας και των μυστικών υπηρεσιών στη διαχείριση της κρίσης, όπως και στον ρόλο που διαδραμάτισε ο ισπανός εισαγγελέας που ηγήθηκε των ερευνών. Η τοπική κυβέρνηση, από την πλευρά της, εξήρε τη δουλειά της επαρχιακής αστυνομίας, της Μόσος ντ’ Εσκουάδρα, η οποία έδρασε επιτόπου και είχε συμμετοχή στην αντιμετώπιση της επίθεσης στην Καμπρίλς.

Και παρότι μέλος της κυβέρνησης Ραχόι χαρακτήρισε τη συνεργασία «καλή», δεν έλειψαν οι τριβές ανάμεσα στις δυο πλευρές. Οταν το περασμένο Σάββατο, για παράδειγμα, ο υπουργός Εσωτερικών Χουάν Ιγνάσιο Ζόιδο δήλωσε ότι ο τρομοκρατικός πυρήνας «στην ουσία διαλύθηκε εντελώς», ο εκπρόσωπος της καταλανικής αστυνομίας τον διόρθωσε με διαφορά δευτερολέπτων: «Εμείς θα πούμε, όταν ολοκληρώσουμε την έρευνα, εάν έχει διαλυθεί ο πυρήνας». Λίγο αργότερα, σύμβουλος του καταλανού αντιπροέδρου Οριόλ Γιούνκερας θα περιέγραφε τη συνεργασία ανάμεσα στις δυο πλευρές ως «τυπική» και «βασική», επισημαίνοντας ότι ο Ραχόι δεν εμφανίστηκε στη Βαρκελώνη παρά μόνο αρκετές ώρες μετά την επίθεση στη Ράμπλας.

Διαφορετικά είναι και τα διδάγματα που άντλησαν οι δυο πλευρές. Οι του Ραχόι λένε πως οι τρομοκρατικές επιθέσεις θα έπρεπε να αλλάξουν τη σειρά των προτεραιοτήτων στην πολιτική ατζέντα. Οι Καταλανοί απαντούσαν εμμέσως ότι απέδειξαν πως μπορούν να αντιμετωπίζουν με τις δικές τους δυνάμεις τέτοιες προκλήσεις. Οι τόνοι πάντως είναι χαμηλοί. Και ο Πάου Μαρί Κλόζε, καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα, σημειώνει ότι «οι πολιτικοί πρώτης γραμμής» πήραν το μάθημά τους από την τρομοκρατική επίθεση στον σταθμό της Μαδρίτης το 2004, από την οποία είχαν χάσει τη ζωή τους 192 άνθρωποι. Η συντηρητική κυβέρνηση του Χοσέ Μαρία Αθνάρ είχε επιχειρήσει τότε να συνδέσει την επίθεση με την τρομοκρατία της Βάσκων της ΕΤΑ. Το αποτέλεσμα ήταν το κόμμα του Αθνάρ, αν και φαβορί, να χάσει από τους Σοσιαλιστές του Χοσέ Λουίς Θαπατέρο στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τρεις μέρες μετά.

Ο ισπανός αναλυτής δεν πιστεύει πάντως ότι αυτή η ανακωχή θα κρατήσει για πολύ. Οπως έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται από τις δηλώσεις των «χαμηλόβαθμων» πολιτικών και τα σχόλια στα μέσα ενημέρωσης, η τραγωδία θα «χρησιμοποιηθεί αγρίως τις επόμενες εβδομάδες» για πολιτικούς σκοπούς. Οπως φαίνεται, η έκκληση που απηύθυναν προς την καταλανική κυβέρνηση την επομένη της επίθεσης από τα κύρια άρθρα τους οι δυο μεγαλύτερες εφημερίδες της Ισπανίας, η «Ελ Παΐς» και η «Ελ Μούντο», να αφιερώσει τις δυνάμεις της όχι στην ανεξαρτησία της Καταλονίας αλλά στην ασφάλεια των πολιτών, θα πέσει στο κενό.