Φρένο στις απεργίες φέρνει η τρίτη αξιολόγηση του Σεπτεμβρίου μαζί με νέες επώδυνες αλλαγές που δίνουν τη χαριστική βολή στα εργασιακά δικαιώματα.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982 θα προβλέπουν ότι προκειμένου να υπάρχει απαρτία για να αποφασιστεί απεργία θα πρέπει να συμμετέχει το 51% των εργαζομένων που εκπροσωπούνται στα πρωτοβάθμια σωματεία. Εκτιμάται ότι η αλλαγή της συγκεκριμένης διάταξης και η θέσπιση του ορίου του 51% των «οικονομικά τακτοποιημένων µελών» ενός σωματείου για τη λήψη απόφασης για απεργία θα δημιουργήσουν ιδιαίτερα προβλήματα κυρίως στα σωματεία εκείνα που έχουν πανελλαδικό χαρακτήρα λόγω της φύσης της επιχείρησης στην οποία δραστηριοποιούνται. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο 1264/1982 (άρθρο 8), για να αποφασιστεί απεργιακή κινητοποίηση από ένα πρωτοβάθμιο σωματείο, εφόσον το καταστατικό του επιχειρησιακού σωματείου δεν ορίζει διαφορετικά, για να γίνει συζήτηση και να ληφθεί απόφαση, στις συνελεύσεις απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων µελών.
ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ. Οσον αφορά την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου, ρητά θα προβλέπεται ότι πρέπει να γίνει επανεξέταση του καταλόγου των δικαιολογημένων λόγων καταγγελίας της σύμβασης από την πλευρά των εργοδοτών, για εργαζόμενους που προστατεύονται ως μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων καθώς και να εξορθολογιστούν τα προνόμια των συνδικαλιστών.
Επίσης, προαπαιτούμενο (το οποίο θα συζητηθεί) είναι πως πρέπει να νομοθετηθεί και διάταξη νόμου, βάσει της οποίας τα δικαστήρια θα αποφαίνονται με διαδικασίας άμεσες –fast track, όχι μόνο για τη νομιμότητα ή μη της απεργίας αλλά και για τις νομικές αντιπαραθέσεις εργοδοτών – εργαζομένων από την εφαρμογή του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα στις περιπτώσεις απεργιών.
Εξάλλου η τελική μορφή της επαναφοράς της αρχής της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων (δηλ. της ισχύος των κλαδικών συμβάσεων και στα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων) θα αποσαφηνιστεί τον Σεπτέμβριο (σ.σ. το επικαιροποιημένο Μνημόνιο προβλέπει ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο 2017 θα πρέπει να ελεγχθεί η αντιπροσωπευτικότητα των κλαδικών συμφωνιών).
Επισημαίνεται ότι στην πρόσφατη έκθεσή του για τονέο πρόγραμμα στήριξης της χώρας μας το ΔΝΤ σημειώνει πως η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας κινδυνεύει μετά τη λήξη του προγράμματος στήριξης. Προειδοποιεί πως τυχόν ανατροπή αλλαγών που έχουν νομοθετηθεί την τελευταία εξαετία θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα, θα καθυστερήσει την προσέλκυση επενδύσεων και μπορεί να φρενάρει την ανάκαμψη της οικονομίας και της αγοράς εργασίας.
Το Ταμείο στέκεται στοχευμέναστο ενδεχόμενο να αποκατασταθεί η δυνατότητα του υπουργείου Εργασίας να επεκτείνει σε όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου ή επαγγέλματος συλλογική σύμβαση που ήδη καλύπτει το 51% των κλαδικών εργαζομένων. Επί του παρόντος αυτό το μοντέλο είναι παγωμένο ώς το τέλος του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος. Η επαναφορά της επεκτασιμότητας, υποστηρίζει το ΔΝΤ, θα πλήξει βαθιά μικρές εταιρείες, οι οποίες θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν σε ένα καθεστώς αυξημένων κλαδικών μισθών. Αυτό καταρχήν θα μετριάσει τη δυνατότητά τους να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας –πλήττοντας την απασχόληση –ενώ μπορεί να οδηγήσει και σε απολύσεις ή λουκέτα.
Η ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ. Εξάλλου το επικαιροποιημένο Μνημόνιο προβλέπει πως η κυβέρνηση θα πρέπει μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 να υποβάλει έκθεση (με βάση μία ανεξάρτητη νομική άποψη) σχετικά με τον ρόλο της Διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Εως τον Φεβρουάριο του 2018 θα πρέπει να επανεξετάσει σε συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους (σ.σ. ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ) το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Και μέχρι τον Μάρτιο, ύστερα από διαβούλευση με τους θεσμούς και λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Υπενθυμίζεται πως με παλαιότερη διάταξη είχε καταργηθεί η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 2014 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την εν λόγω διάταξη.