1953, Αϊ-Στράτης. Οταν τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία εγώ, γεννημένος το καλοκαίρι του 1945, ήμουν ήδη οκτώ ετών, άλλο αν χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, να μπω για τα καλά στην εφηβεία, ώστε να συνειδητοποιήσω ότι ο Πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος –δεν μιλάω για όσα ακολούθησαν ύστερα –δεν ανήκαν στον χώρο του μακρινού μύθου, όπως αφελώς νόμιζα, αλλά της πολύ κοντινής μου, για να μην πω της απολύτως σύγχρονής μου, ιστορίας. Είχα «συλληφθεί» τις τελευταίες ημέρες της γερμανικής Κατοχής ή σχεδόν αμέσως μετά την αποχώρηση των κατακτητών, είχα ζήσει, έστω ερήμην μου, όλη την αιματηρή περίοδο του Εμφυλίου (1946 – 1949) και βέβαια είχα διεμβολιστεί –ανεπαισθήτως στην αρχή, όλο και περισσότερο υποψιασμένος μεγαλώνοντας –από στοχεύουσες ή και αδέσποτες –ίσως και πιο επικίνδυνες –ριπές ψυχρού σκοταδιού και απροσδιόριστου φόβου.

Το 1953 δεν γνώριζα κανένα από τα πρόσωπα της φωτογραφίας. Τα ονόματά τους δεν μου έλεγαν απολύτως τίποτα και τίποτα δεν σήμαιναν για μένα τόποι όπως Μακρόνησος και Αϊ-Στράτης, αν και κάποιες φορές είχα ακούσει τους μεγάλους να μιλούν, σαν συνθηματικά μην καταλάβω εγώ ακριβώς, για κάτι νησιά όπου είχαν στείλει με το ζόρι «εξοχή» πολλούς γνωστούς από τη γειτονιά αλλά και συγγενείς μας –μάλιστα δυο-τρεις πολύ στενούς και αγαπημένους, με πρώτο και καλύτερο τον θείο Ερμόλαο. Κι ακόμα για βασανιστήρια, από τα οποία περισσότερο με αγρίευε το βγάλσιμο νυχιών με την τανάλια και άλλα πολλά, όπως έφταναν στ’ αυτιά μου έτσι ασύνταχτα, όμως αρκετά για να με κάνουν να φοβάμαι το σκοτάδι και να κρύβομαι όταν έβλεπα αστυφύλακα και μάλιστα θυμάμαι ότι ακόμα και η λέξη «Εκπαιδευτήρια» που διάβαζα σ’ έναν μαντρότοιχο – διαφήμιση με τρόμαζε νομίζοντάς τα κέντρο βασανιστηρίων.

Ηταν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Πριν από λίγες μέρες είχανε κλείσει τα σχολεία, εγώ είχα τελειώσει τη δευτέρα τάξη του Δημοτικού και το φθινόπωρο θα πήγαινα στην τρίτη. Ημαστε σε ταξί –σε μία από εκείνες τις μεγάλες Σεβρολέτ –και συνοδεύαμε στο λιμάνι του Πειραιά τη θεία Ανθούλα, εγώ, η μητέρα μου και ο μικρότερος αδελφός μου. Θα έφευγε για τη Σάμο, όπου ζούσε τον τελευταίο χρόνο με τον θείο Ερμόλαο αμέσως μόλις παντρευτήκανε με καθυστέρηση, επειδή ο θείος Ερμόλαος ήταν χαμένος χρόνια κι έπρεπε πρώτα να ξεμπλέξει με τις φυλακές και με τις εξορίες –όπως αργότερα έλεγαν. Είχαμε πλησιάσει στην αποβάθρα και όπου να ‘ναι πια θα σταματούσαμε –αν δεν είχαμε κιόλας σταματήσει –όταν άκουσα τον ταξιτζή που ήτανε φίλος μας οικογενειακός –γι’ αυτό εξάλλου και είχε θάρρος –να σχολιάζει σαν μονολογώντας ένα περίεργο θέαμα που είχα κι εγώ προσέξει αλλά δεν ήξερα να πω ακριβώς.

Ητανε μια σειρά γύρω στα δεκαπέντε με είκοσι μέτρα μάκρος σχηματισμένη από ζευγάρια αντρών πιασμένων από τα χέρια, όπως μου φάνηκε, γιατί δεν πήγε ο νους μου ότι μπορεί να τους ενώνουν χειροπέδες όπως πήγαιναν δυο δυο τελείως αμίλητοι, κοιτάζοντας μπροστά σαν απλανώς, εκτός από ελάχιστους που με υψωμένο το ελεύθερο χέρι τους έμοιαζε να χαιρετούν κάποιους, αθέατους για μένα, ίσως δικούς τους. Δεξιά και αριστερά παραταγμένοι χωροφύλακες αραιά επέβλεπαν αμίλητοι κι αυτοί μ’ ένα τσιγάρο οι περισσότεροι στα χείλη ανάμεσα, χωρίς να υψώνουνε το βλέμμα σε όσους έστεκαν τριγύρω εκεί, περίεργοι και φίλοι ή συγγενείς αυτών που τώρα ανέβαιναν τη σκάλα του καραβιού με το οποίο θα ταξίδευε και η θεία Ανθούλα. «Πολιτικοί εξόριστοι. Μεταγωγή», τον άκουσα να λέει και αμέσως ύστερα ανάβοντας τσιγάρο είπε σχεδόν μονολογώντας ότι «έχουνε να κλάψουνε μανούλες», όταν πρόσεξα ότι δεν ήτανε πιασμένοι απλώς από τα χέρια αλλά με χειροπέδες τούς κρατούσαν ενωμένους σε ζευγάρια, ανθρώπους που μπορεί και να μην είχανε συναντηθεί ποτέ ξανά στο παρελθόν, «με χαραγμένα τα όνειρά τους στο αυστηρό τους πρόσωπο» ο καθένας.

Το 1953 δεν θα μπορούσε να μου λένε κάτι ούτε τα ονόματα ούτε οι φυσιογνωμίες των προσώπων της φωτογραφίας αλλά και για μερικά χρόνια αργότερα δεν ήταν δυνατόν να σημαίνουν κάτι για μένα, αν και νομίζω ότι σιγά σιγά, ήδη από το 1960, είχα αρχίσει να διαμορφώνω μια εντελώς προσωπική, θα έλεγα μυστική, πινακοθήκη προσώπων, ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατείχαν ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Αρης Αλεξάνδρου κ.ά., που άκουγα, διαισθανόμουν μάλλον τη φωνή τους διαπερασμένη από το ρίγος ενός οράματος, από την οδύνη της ματαίωσής του και από μιαν αδιόρατη στην αρχή, υπέρογκη με το πέρασμα του χρόνου, αίσθηση προδοσίας. Πινακοθήκη που μπορεί με το πέρασμα του χρόνου να εμπλουτιζόταν με την προσθήκη και άλλων προσώπων, που δεν προέρχονταν μόνο από τον χώρο της λογοτεχνίας, ούτε βέβαια μόνο από τον χώρο της Αριστεράς, είμαι βέβαιος ωστόσο ότι στη διαμόρφωση των κριτηρίων της επιλογής τους συνέβαλλαν κατά πολύ οι πρώτοι αγαπημένοι μου ποιητές και συγγραφείς που, «τοις ένδον ρήμασι πειθόμενοι», αναγκάστηκαν να ορίσουν «νέα σταθμά για τη μέτρηση του επαναστατικού ήθους, και να ενισχύσουν με ανυπέρβλητη κριτική παρρησία τον λόγο τους και τη στάση τους απέναντι στη ζωή, τα γεγονότα και τα πράγματα», όπως έχει επισημάνει ο Γιώργος Μαρκόπουλος.

Πρωτοείδα τη φωτογραφία σε κάποιο τεύχος της «Επιθεώρησης Τέχνης», δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Το βέβαιο είναι ότι τότε ζούσαν όλοι όσοι φωτογραφίζονται με τον Τίτο Πατρίκιο: η μητέρα του ηθοποιός Λέλα Πατρικίου (1904 – 1975), ο αφοσιωμένος στους συνδικαλιστικούς αγώνες των ηθοποιών ηθοποιός Κώστας Μπαλαδήμας (1906 – 1988), ο συγγραφέας της «Σπιναλόγκας» και του «Στρατόπεδου Χαϊδαρίου» Θέμος Κορνάρος (1907 – 1970) και ο «χαράκτης της Μακρονήσου» Χρίστος Δαγκλής (1916 – 1991). Την ξαναείδα πριν από τριάντα τόσα χρόνια στην ανθολογία «Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά» των Εκδόσεων Σοκόλη και τώρα, κατά προτροπή του καλού μου φίλου Θανάση Νιάρχου. Αλλά μόνο τώρα, εκτός των άλλων, αναρωτήθηκα πώς μπορεί να αισθάνεται ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ένας ποιητής ανάμεσα σε τόσες για πάντα ακινητοποιημένες, παγιωμένες απουσίες αγαπημένων του προσώπων. Κι ακόμη αναρωτήθηκα με πόση οδύνη και με πόσο σεβασμό στην πολλαπλά πλούσια προσωπική του ιστορία μπόρεσε –γιατί είμαι σίγουρος ότι το μπόρεσε –να φανεί συνεπής στις προσδοκίες όλων αυτών αλλά και άλλων προσώπων, με πόσο αγώνα κατάφερε να κρατήσει στο απυρόβλητο τα χαρακτηριστικά που το καθένα απ’ αυτά χωριστά διέκρινε επάνω του.