«Οταν ήμουν 16 χρόνων έτρεχα μέσα στην κρεβατοκάμαρά μου κάθε μέρα για τουλάχιστον μία ώρα. Ετρεχα επιτόπου, μπροστά από μια τηλεόραση για να μου αποσπά την προσοχή από την κούραση και τον πόνο στους μυς και τα κόκαλα. Κάποιες φορές η μία ώρα γινόταν και δύο, ειδικά αν είχα ενοχές επειδή είχα φάει κάτι ή αν η τηλεόραση έπαιζε κάτι ενδιαφέρον. Η πόρτα ήταν πάντα κλειδωμένη κι εγώ έτρεχα φορώντας μόνο τις κάλτσες μου πάνω στο παχύ χαλί έτσι ώστε να μην ακούγομαι. Δεν το είπα ποτέ σε κανέναν».
Ετσι αρχίζει την ιστορία της η συγγραφέας και ποιήτρια Ντόροθι Μπέντελ από την Ουάσιγκτον. Οπως εξομολογείται στους «New York Times», στην εφηβεία της έπασχε από διατροφική διαταραχή. «Κάθε μέρα ήταν και μια πρόκληση» θυμάται. «Μετρούσα με λεπτομέρεια τις θερμίδες σε ό,τι έτρωγα. Στην αρχή είχα στόχο τις 1.000 θερμίδες την ημέρα (σ.σ. μια γυναίκα που ασκείται χρειάζεται να προσλαμβάνει 1.500-1.800 θερμίδες ημερησίως). Οσο περνούσε ο καιρός μείωνα τον αριθμό. Εφτασα να παίρνω μόλις 300 θερμίδες ημερησίως. Κάποιες μέρες και λιγότερες».
Η Μπέντελ έφτανε στο σημείο να υποβάλλεται σε άσκηση σχεδόν μέχρι λιποθυμίας προκειμένου να κάψει «περιττές» θερμίδες: «Είμαι τυχερή που κατάφερα να επιβιώσω από αυτή την περίοδο, παρόλο που δεν είχα καμία υποστήριξη. Τα πρωινά σερνόμουν στην κουζίνα για να φάω κάτι. Ηταν το ένστικτο αυτοσυντήρησής μου. Χρειαζόμουν φαγητό. Χρειαζόμουν βοήθεια».
Κανείς ποτέ δεν της είπε, λέει, πως ήταν υπερβολικά αδύνατη, παρά μόνο όταν κατάφερε να επανέλθει σε ένα υγιές βάρος. «Είσαι πολύ καλύτερα τώρα», της έλεγαν, «ανησυχούσα πολύ για σένα!». Κανείς δεν της το είχε πει όμως όσο κινδύνευε.
Τα χρόνια πέρασαν, έκανε δύο παιδιά. Πήρε βάρος στις εγκυμοσύνες της και επανήλθε στα φυσιολογικά κιλά της έπειτα. Δεν μετρούσε θερμίδες, ωστόσο προσπαθούσε να ψωνίζει υγιεινές, φυσικές τροφές τόσο για εκείνη όσο και για την οικογένειά της. Ασκούνταν συχνά πυκνά περισσότερο για να διατηρεί την ενέργειά της και να διώχνει το στρες, παρά για να μοιάσει στον διαστρεβλωμένο «ιδανικό» σωματότυπο που φανταζόταν ότι θα μπορούσε να έχει όταν ήταν μικρή.
«Ετσι», συνεχίζει, «όταν άρχισα να προπονούμαι για έναν ημιμαραθώνιο παρέα με την έφηβη κόρη μου, δεν περίμενα ότι θα μου έβγαινε ξανά στην επιφάνεια ο πανικός που ένιωθα στα 16 μου. Κάναμε τρεξίματα αρκετών χιλιομέτρων και long run τα Σαββατοκύριακα· όλοι ξέρουν ότι στις μεγάλες προπονήσεις καις πολλές θερμίδες και πρέπει να τις αναπληρώνεις. Εκανα έρευνα για το πόσο έπρεπε να τρώω, ποιες ενεργειακές μπάρες είναι οι καλύτερες. Εφαγα κόλλημα με το μέτρημα θερμίδων και υδατανθράκων. Μου φαίνονταν όλα υπερβολικά παχυντικά· όλα όσα μου έλεγαν ότι είναι λογικό να τρώω, εμένα μου φαίνονταν παράλογα. Επρεπε να έχω καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά».
Αυτό συνεχίστηκε για μερικές εβδομάδες ακόμη. Ετρεχε, ένιωθε αδύναμη και αντί να φάει κάτι για να πάρει ενέργεια, απλά έπεφτε ξερή από την κούραση. Παρ’ όλα αυτά επέμενε. Μέχρι που έκανε ένα προπονητικό 20άρι και δεν μπορούσε να συνέλθει με τίποτα. «Τότε αναγνώρισα εκείνη την παλιά αίσθηση μόνιμης κούρασης. Είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στο τραπέζι για να ξεκουραστώ και όταν η κόρη μου μπήκε στο δωμάτιο ένιωσα την ανάγκη να πεταχτώ πάνω σαν να είχα κάτι να κρύψω. Τότε ήταν που πλέον ήξερα».
Είναι τρομακτικό, παραδέχεται, να σε ξαφνιάζει μια ασθένεια που νόμιζες ότι είχε φύγει για πάντα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πάντα εκεί και παραμόνευε να εμφανιστεί. Τουλάχιστον η Μπέντελ κατάφερε να την εντοπίσει εγκαίρως. Αλλοι δεν είναι τόσο τυχεροί.
«Ακούγεται παράξενο για κάποιον που δεν είχε ποτέ του κάποια διατροφική διαταραχή, μα εγώ έπρεπε να δίνω κάθε φορά άδεια στον εαυτό μου να παίρνει τζελάκι στα long runs», σχολιάζει. «Επρεπε να υποδείξω στον εαυτό μου να απολαύσει μια μπάρα πρωτεΐνης μετά την προπόνηση. Και παρόλο που κάποιες φορές έπεσα στην παγίδα αμφίβολων διατροφικών συμβουλών που βρήκα στο Iντερνετ, χρησιμοποίησα αυτό το εργαλείο για να ξεφύγω ξανά. Συζήτησα με έναν φίλο δρομέα που γνωρίζει όσα χρειάζονται για να διατηρήσει κανείς έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Βρήκα άλλους ανθρώπους με παρόμοια προβλήματα. Εγραψα για το θέμα στο ημερολόγιό μου και από εκεί πήρα το θάρρος να μιλήσω για αυτό στην οικογένειά μου».
Και, το κυριότερο, επέτρεψε στον εαυτό της να θυμηθεί πώς ήταν τότε. Συνειδητοποίησε ότι έστρεφε το πρόσωπό της μακριά από την πραγματικότητα της διατροφικής διαταραχής με τον ίδιο τρόπο που στα 16 της οι κοντινοί της άνθρωποι αρνούνταν να δουν πόσο αδύνατη ήταν. «Η κόρη μου είναι τώρα στην ίδια ηλικία που εγώ σχεδόν πέθανα από την πείνα και την υπερβολική άσκηση» λέει. «Είναι υγιής και τη θαυμάζω. Θέλω να δώσω στα παιδιά μου περισσότερα από όσα είχα κάποτε θελήσει να δώσω στον νεαρό εαυτό μου. Αλλά πρώτα έπρεπε να έρθω αντιμέτωπη με το πρόβλημά μου».
Σε αυτό τη βοήθησε το τρέξιμο. «Με έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με μια ιστορία που νόμιζα ότι είχα αφήσει για πάντα στο παρελθόν. Τώρα ξέρω πως έλεγα ψέματα στον εαυτό μου ότι είχα ξεπεράσει το θέμα, αλλά στην ουσία απλά το είχα κρύψει κάπου ώστε να μην το βλέπω. Αν ξανααισθανθώ αργότερα στη ζωή μου έτσι, θα ξέρω πώς να αντιδράσω». Το να ξέρεις την αλήθεια για την ασθένεια είναι ο μόνος τρόπος να την αντιμετωπίσεις.
«Τώρα, όταν τρέχω δεν τρέχω επιτόπου και δεν τρέχω μόνη μου» καταλήγει η Ντόροθι Μπέντελ. «Τρέχω στους δρόμους της πόλης μαζί με ένα κορίτσι σαν αυτό που θα ήθελα να ήμουν εγώ κάποτε. Μιλάμε και γελάμε και… βογκάμε στις ανηφόρες παρέα. Αλλά επιστρέφουμε σπίτι με μια αίσθηση ικανοποίησης και κάνουμε επιδρομή στο ψυγείο χωρίς ενοχές».