Η ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ ν’ ανοίγει μεγάλα θέματα είναι μοναδική. Για την ακρίβεια, να κάνει ότι τα ανοίγει, προβοκάροντας συνοδοιπόρους και αντιπάλους του. Εχοντας αναγάγει σε δόγμα του λόγου και των έργων του την αμφίσημη προσέγγιση της πολιτικής («μιλάω αριστερά, πράττω δεξιά»), ψαρεύει σε θολά νερά.
Η πολιτική στρατηγική αυτή του εξασφαλίζει, φαινομενικά, μακροημέρευση και ηγεμονία. Οι συριζαίοι γνωρίζουν ότι, ενώ η κομμουνιστική Αριστερά στην Ελλάδα ηττήθηκε στρατιωτικά και πολιτικά, το αφήγημά της επιεκράτησε σε επίπεδο λαϊκής κουλτούρας. Οι ποικίλοι Κοντονήδες, λοιπόν, επαναφέρουν στην επικαιρότητα το σκηνικό της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας, επειδή ξέρουν ότι ανάμεσα σ’ εκείνους που βλέπουν και κρίνουν μ’ ένα μάτι το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον Αρη Βελουχιώτη αποσιωπώντας τα εγκλήματα, τα ολέθρια λάθη και τις παραλείψεις του ΚΚΕ και σ’ εκείνους που επίσης μ’ ένα μάτι βλέπουν τα καλά που επιδαψίλευσε στην Ελλάδα ο Γράμμος, το Βίτσι, ο Πιουριφόι κι ο Σκόμπι χωρίς να βλέπουν τα Μακρονήσια και τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων υπερτερούν οι πρώτοι.
Οι συριζαίοι χρησιμοποιούν εντέχνως αυτήν την εδραιωμένη πεποίθηση προκειμένου να προσεταιριστούν όσους περισσότερους μπορούν απ’ όλον αυτό τον κόσμο. Καλλιεργώντας τον μύθο ότι αυτοί αποτελούν τους διαδόχους και αμύντορες εκείνων των αριστερών ελπίζουν ότι εάν κάποιοι δεξιοί τσιμπήσουν στη δική τους προβοκάτσια με επιχειρήματα του τύπου «ζήτω ο Γράμμος και το Βίτσι, ζήτω ο εθνικός στρατός», τότε θα τους έχουν σύρει στο δικό τους πολιτικό γήπεδο.
Και κερδίζουν; Κατά τα φαινόμενα ναι, όχι επειδή καμώνονται τους νεόκοπους σταλινικούς, αλλά επειδή η υπεράσπιση της εθνικοφροσύνης το 2017 αποτελεί δραματική απόδειξη ένδειας πολιτικού αφηγήματος για το αύριο της χώρας.
Ετσι, πάντως, αποκαλύπτεται η ένδεια του πολιτικού συστήματός μας. Ενός συστήματος το οποίο προτιμά την εσωστρέφεια, τον αναχωρητισμό, ακόμη και την τυμβωρυχία, παρά τον εκσυγχρονισμό του. Που δεν εγκαταλείπει τις fake διαχωριστικές αριστερο-δεξιές τομές υπέρ μιας και μοναδικής διαιρετικής τομής: ανάμεσα σ’ εκείνους που θα αγωνίζονται για τη συντήρηση των σκελετών (όλοι μαζί οι δεξιοαριστεροκεντρώοι λαϊκιστές και κρατιστές) και σ’ εκείνους που θα αγωνίζονται για ένα άλλο μη πελατειακό κράτος, που θα αντλεί τη νομιμοποίησή του από την κοινωνία και το κράτος δικαίου. Που δεν θα χρειάζεται τις ορδές των μεταφερόμενων πιστών ένθεν κακείθεν, αλλά πολιτικές ορθολογικές, τολμηρές και καινοτόμες.
Η ανάμνηση λοιπόν του Στάλιν, του Γράμμου και του Μελιγαλά σ’ αυτήν τη συγκυρία μπορεί να έχει μία και μόνη χρησιμότητα: να λειτουργήσει ως καταλύτης για τη διατύπωση μιας ξεκάθαρης εκσυγχρονιστικής φιλελεύθερης ατζέντας διακυβέρνησης. Ακόμη κι αν αυτό φαίνεται στην παρούσα συγκυρία δύσκολο, αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να κλείσουν οριστικά εκείνα τα κουτιά της Πανδώρας που το περιεχόμενό τους μας δίχασε, μας μάτωσε και μας χρεοκόπησε.
Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμων Δημόσιας Διοίκησης και πρώην βουλευτής με Το Ποτάμι