Σαν ένα τερέν για να ασκήσουν τη δική τους εσωτερική πολιτική, αλλά και πολλές φορές να στείλουν μήνυμα στον γερμανικό παράγοντα, βλέπουν την Ελλάδα οι δυτικοί ηγέτες που μας επισκέπτονται τα τελευταία χρόνια, και όχι πάντως ως επενδυτικό προορισμό. Ενώ το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι οι ξένες επενδύσεις, γύρω από τις οποίες καλλιεργούνται πάντα μεγάλες προσδοκίες, τελικά η κουβέντα αναλώνεται στο χρέος και σε «συστάσεις» προς τη Γερμανία να χαλαρώσει την ελληνική θηλιά.
Το έκανε ο Ολάντ το 2015, όταν χρησιμοποίησε την επίσκεψή του στην Αθήνα για να στείλει μήνυμα στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι στηρίζει τη δοκιμαζόμενη από το Βερολίνο Ελλάδα, εκμεταλλευόμενος, ενόψει και των εκλογών που είχε μπροστά του, την απήχηση Τσίπρα στην γαλλική Αριστερά. Το επανέλαβε ο Ομπάμα το 2016, ο οποίος προέταξε την ανάγκη η ευρωζώνη να παραμείνει ενιαία και τάχθηκε υπέρ της ελάφρυνσης του χρέους για να εισπράξει άμεσα την απάντηση του Σόιμπλε ότι «όποιος λέει πως θα ανακουφίσουμε τα χρέη σας προσφέρει κακές υπηρεσίες στην Ελλάδα».
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΑΚΡΟΝ. Το ίδιο αναμένεται να κάνει τον Σεπτέμβριο και ο Μακρόν. Σε μια στιγμή που επιδιώκει έναν πιο δυναμικό ρόλο για τη Γαλλία στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική, η Ελλάδα αποτελεί εμβληματικό πιόνι στη σκακιέρα. Είναι η μόνη χώρα ακόμη σε Μνημόνιο, υπό τον στενό κορσέ των Γερμανών. Οι Γάλλοι θα το εκμεταλλευθούν αυτό, πολλώ δε μάλλον καθώς πιστεύουν ότι τους χρωστάμε ως χώρα επειδή μας κράτησαν στο ευρώ. Την «οφειλή» αυτή η Ελλάδα δεν την έχει ξεπληρώσει –έτσι τουλάχιστον το βλέπουν οι Γάλλοι –συν φυσικά το γεγονός ότι οι ίδιοι πιστεύουν πως έχασαν στην προηγούμενη φάση επενδυτικής τους εμπλοκής με τις ελληνικές τράπεζες, όταν το 2007 η Credit Agricole εξαγόρασε την Εμπορική και η Societe Generale τη Γενική. Και επειδή θεωρούν τους εαυτούς τους πολλαπλά «χαμένους» έναντι και των Γερμανών, θέλουν με κάποιον τρόπο να αποκτήσουν ζωτικό χώρο στην Ελλάδα, και άρα περιμένουν τις «προσφορές» μας. Δεν έρχονται για να δώσουν, αλλά για να πάρουν.
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ. Το έργο ωστόσο το έχουμε ξαναδεί. Τον Φεβρουάριο του 2013, ο Ολάντ κατά την 24ωρη του επίσκεψή του στην Αθήνα, είχε «τάξει» στον Σαμαρά πρόθυμους γάλλους επενδυτές για δέκα μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις και επενδυτικά σχέδια, μοιράζοντας υποσχετικές για τα δισεκατομμύρια που επρόκειτο να πέσουν στη χώρα. Τότε, ως τομείς υψηλής προτεραιότητας για τους Γάλλους φωτογραφίζονταν η ενέργεια, η ύδρευση, οι οδικοί άξονες, τα τρένα, οι μαρίνες και τα αεροδρόμια. Μεγάλες προσδοκίες που διαψεύσθηκαν παταγωδώς, με ελαφρυντικό για την τότε κυβέρνηση ότι η οικονομία ακόμη παρέπαιε, και το φάντασμα του Grexit ήταν πανταχού παρόν.
Τον Οκτώβριο του 2015, δύο μόλις μήνες μετά την υπογραφή από την κυβέρνηση Τσίπρα του 3ου Μνημονίου, ο Ολάντ ξαναβρέθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα. Στην επίσκεψή του, πέραν των πολιτικών παραμέτρων της, είχαν επίσης επενδυθεί προσδοκίες για επενδυτές και συμφωνίες δισεκατομμυρίων. Ως συνήθως υπερβολικές. Τα δημοσιεύματα της εποχής έκαναν λόγο για κουστωδία 70 μεγαλόσχημων επιχειρηματιών που θα συνόδευαν τον γάλλο πρόεδρο, δίχως ωστόσο να αναρωτηθεί κανείς αν η ελληνική πλευρά είχε προετοιμαστεί για να προτείνει συγκεκριμένες επενδύσεις. Αποδείχθηκε πως όχι. Ως επακόλουθο, δεν είχε προβλεφθεί στο επίσημο πρόγραμμα η διοργάνωση, ως είθισται σε επίσημη επίσκεψη αρχηγού ξένου κράτους, ενός οικονομικού φόρουμ, όπου γίνονται διμερείς επιχειρηματικές συναντήσεις. Η παροιμία «όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι» επιβεβαιώθηκε και κατά τη δεύτερη επίσκεψη Ολάντ. Ενδιαφέρον έχει όμως, και πώς τη «διάβασαν» οι αγορές. Την προηγούμενη ημέρα της άφιξης του γάλλου προέδρου, το spread, δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στις αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς ομολόγου με το αντίστοιχο γερμανικό, βρισκόταν στο 7,089%. Την επομένη της αναχώρησής του, το spread αυξήθηκε στα 7,12%. «Δεν πείστηκαν με άλλα λόγια οι επενδυτές ότι κάτι αλλάζει στην Ελλάδα» σχολιάζει ο Κώστας Μήλας, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, που εξηγεί ότι τέτοια σημαντικά γεγονότα, όπως η επίσκεψη ενός ηγέτη ισχυρής χώρας σε μια άλλη, αποτιμώνται από τα διεθνή κεφάλαια για να αξιολογήσουν την οικονομική της δυναμική. Η διαδικασία ονομάζεται «event study».
Εννοείται φυσικά ότι οι επενδύσεις δεν αποφασίζονται με πολιτική εντολή. Οι ποιοτικοί επενδυτές, από εκείνους που η κυβέρνηση οραματίζεται ότι μπορεί να προσελκύσει μέσα από συμπράξεις με δημόσιες επιχειρήσεις και πενιχρά αναπτυξιακά κίνητρα, δεν έχουν κανένα κίνητρο να εκτεθούν σε μια οικονομία που φορολογεί υπερβολικά την παραγωγή, που δεν έχει αποδοτική Δημόσια Διοίκηση, και που κυρίως οι αγορές δεν την εμπιστεύονται, καθώς παρά τον προστατευτικό μανδύα της μνημονιακής χρηματοδότησης, δεν μπορεί ακόμη να σταθεί στα πόδια της.
Αλλά οι αγορές δεν ενδιαφέρονται για κομματικές σκοπιμότητες και ιδεολογίες. Είναι χαρακτηριστικό το πώς αντέδρασαν στην πολυδιαφημισμένη επίσκεψη του προέδρου Πούτιν στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2016. Πριν από την επίσκεψη, που τόσο πολύ είχε εξάψει τις αριστερές φαντασιώσεις για ρωσική βοήθεια, το spread βρισκόταν στο 7,045%. Αμέσως μετά την επίσκεψη (Δευτέρα 30 Μαΐου), αυξήθηκε στο 7,084%. Δηλαδή οι επενδυτές που μοναδικό όπλο έχουν το πορτοφόλι τους, διάβασαν την επίσκεψη Πούτιν ως ένα ακόμη πυροτέχνημα δημιουργίας εντυπώσεων.
Φυσικά υπάρχουν και κλάδοι που αποτελούν ασφαλή στοιχήματα –safe bets όπως λέγονται στη γλώσσα των επενδυτών. «Τραβώντας για παράδειγμα την κουρτίνα πίσω από τις τρεις πιο εμβληματικές ιδιωτικοποιήσεις των τελευταίων ετών, τα περιφερειακά αεροδρόμια, τον ΟΛΠ και τον ΟΛΘ, βλέπεις ότι δεν εξαρτώνται από τις ελληνικές περιπέτειες» εξηγεί ο Μιχάλης Αργυρού αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff. Πίσω από τα αεροδρόμια βρίσκει κανείς τη μοναδική βαριά βιομηχανία της χώρας, τον τουρισμό, ενώ στην περίπτωση των δύο λιμανιών, τα κέρδη είναι «τράνζιτ», δηλαδή τα εμπορευματοκιβώτια φεύγουν σιδηροδρομικώς για τις αγορές της Κεντρικής και της Δυτικής Ευρώπης, όπου και εδρεύουν οι πελάτες. Δεν αρκούν όμως αυτά για να έρθουν τα τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ, που σύμφωνα με όλες τις μελέτες χρειάζεται να πέσουν υπό μορφήν επενδύσεων στην οικονομία ώς το 2022, ώστε να καλυφθεί το έλλειμμα που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης.