Η σύγκριση είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούμε συχνά στην πολιτική επιστήμη. Συγκρίνουμε δημοκρατίες με δικτατορίες, δικτατορίες μεταξύ τους, τους θεσμούς τους, τις πρακτικές τους. Αυτό το κάνουμε για να κατανοήσουμε την λογική και τις συνέπειες των πολιτικών θεσμών και είναι φυσικό η ανάλυση αυτή να μας οδηγεί και σε αξιολογικές κρίσεις.
Η απόφαση Κοντονή να μην παραστεί στο συνέδριο της Εσθονίας κρίνεται πολιτικά και ηθικά. Πολιτικά θεωρώ πως είχε μικρό σχετικά κόστος. Ηθικά, όμως, ήταν μια απαράδεκτη ενέργεια, μια προσβολή για τους Εσθονούς. Φτύνει έναν ολόκληρο λαό κατάμουτρα. Σαν να κάναμε στην Ελλάδα ένα συνέδριο για την Τουρκοκρατία και κάποιος να μας έλεγε πως δεν έρχεται γιατί είναι ψέμα πως οι Ελληνες υπέστησαν καταπίεση από τους Τούρκους.
Είναι προφανές πως ο Στάλιν δεν σκότωσε Ελληνες στην Ελλάδα (γιατί όπως είναι γνωστό αιματοκύλησε τους ελληνικούς πληθυσμού του Καυκάσου). Μπορεί βέβαια κανείς να πει πως έχει έμμεσες ευθύνες γιατί έδωσε το πράσινο φως στους έλληνες κομμουνιστές να ξεκινήσουν έναν εμφύλιο πόλεμο. Πρόκειται όμως για ένα στρεβλό επιχείρημα. Ο Πολ Ποτ σκότωσε έναν τεράστιο αριθμό πολιτών στην Καμπότζη, αλλά αυτό δεν τον κάνει λιγότερο εγκληματία! Είναι ενδεικτικό των ημερών πως λέγονται πράγματα ειλικρινά για γέλια αν τα άκουγε κανείς σε κάποιο καφενείο, αλλά από ανθρώπους που η θέση τους είναι θεωρητικά ασύμβατη με τέτοιες ανοησίες.
Υπάρχει μια επικοινωνιακή τακτική της κυβέρνησης η οποία, για να αποφύγει να ασχοληθεί επί της ουσίας για ζητήματα οικονομίας και κακοδιοίκησης, προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον κόσμο. Είναι μια παρελκυστική τακτική επικοινωνιακού χαρακτήρα. Παράλληλα έχει ενδιαφέρον από κοινωνικής άποψης, καθώς δείχνει το πώς έχει χειριστεί η Αριστερά αλλά και η ελληνική κοινωνία τον κομμουνισμό γενικότερα.
Ενας μικρός, αλλά μη αμελητέος αριθμός ανθρώπων θεωρεί πως κακώς έχει στοχοποιηθεί αυτό που παλιά αποκαλούσαμε «υπαρκτός σοσιαλισμός». Πρόκειται ενδεχομένως για μια καθυστερημένη και μεγάλης διάρκειας συνέπεια της δικτατορίας, η οποία προσπάθησε να νομιμοποιηθεί στηριζόμενη στον αντικομμουνισμό. Ως αντίπαλος της χούντας η αριστερά απέκτησε αξία, έγινε κάτι θετικό στα μάτια και τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Ολο αυτό κολλάει με τη μετεμφυλιακή ιστορία της Ελλάδας και την καταπίεση που υπέστη η Αριστερά: οποιεσδήποτε αξίες και αντιλήψεις ταυτίστηκαν με αυτήν απέκτησαν μια ηρωική διάσταση. Μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ που, αν και προερχόταν από τον Βενιζελισμό και το Κέντρο, επιχείρησε με επιτυχία να λεηλατήσει τις αριστερές ψήφους, τη στιγμή που οι πολιτικές τις οποίες εφάρμοζε σε πολλούς τομείς δεν είχαν σχέση με την Αριστερά –θυμάστε τη συμβολικά φιλοσοβιετική στάση του Ανδρέα Παπανδρέου σε μια σειρά από ζητήματα. Παράλληλα, ορισμένα ΜΜΕ που τότε πρόσκεινταν στο ΠΑΣΟΚ είχαν μια πολύ φιλική στάση απέναντι στην ΕΣΣΔ, παρουσιάζοντάς την ως χώρα-πρότυπο. Πολύς κόσμος επηρεάστηκε από αυτό το αφήγημα.
Στην πραγματικότητα, όλα αυτά κολλούν σε μια βαθιά πτυχή της ελληνικής συνείδησης, τον φιλορωσισμό, ο οποίος ξεκινάει από την ορθόδοξη παράδοση. Απο έκεί προέρχεται και αντι-δυκισμός, η τάση να βλέπουμε την Δύση ως αντίπαλο και την Ρωσία ως φίλα προσκείμενη χώρα -ο κομμουνισμός ήρθε και κόλλησε. Από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ υπήρξε ένα πολύ μεγάλο σοκ, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς δεν ξεκαθάρισε ποτέ την θέση του σε σχέση με αυτό. Είναι πολύ ειρωνικό πως ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρείται, από μιαν άποψη, μετεξέλιξη του ΚΚΕ εσωτερικού. Το ΚΚΕ εσ. ήταν ουσιαστικά το μόνο κόμμα της Αριστεράς που είχε πάρει τις αποστάσεις του, πάντα με κάποιες αιρέσεις. Γι’ αυτό είναι πράγματι περίεργο πως ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πιο κοντά στις αντιλήψεις του ΚΚΕ και του παλιού ΠΑΣΟΚ παρά του ΚΚΕ εσ., από το οποίο υποτίθεται πως προήλθε. Αυτό κάτι μας λέει για την φύση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν κάποιος αντιπαθεί τη Γερμανία και τη Δύση, πολύ φυσικό είναι να βλέπει καθετί αντίθετο με αυτές θετικά. Γι’ αυτό και βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις μεγάλα ποσοστά δημοφιλίας του Πούτιν, ο οποίος ουσιαστικά είναι δικτάτορας. Οι ίδιοι άνθρωποι που νοσταλγούν τον κομμουνισμό εμφανίζονται να συμπαθούν τον Πούτιν.
Η θεωρία του ολοκληρωτισμού λέει ότι υπάρχουν δύο ειδών δικτατορικά καθεστώτα: τα αυταρχικά και τα ολοκληρωτικά, στα οποία περιλαμβάνονται και τα κομμουνιστικά και τα ναζιστικά. Η διαφορά ανάμεσά τους ήταν πως τα δεύτερα επεδίωκαν να διαμορφώσουν βαθύτερα την συνείδηση των ανθρώπων, κινητοποιώντας τον πληθυσμό. Λέγεται συχνά πως σε ένα αυταρχικό καθεστώς αν σώπαινες ήσουν ασφαλής, ενώ σε ένα ολοκληρωτικό δεν έφτανε να σωπαίνεις, έπρεπε να συμμετέχεις με ενεργό τρόπο. Η θεωρία του ολοκληρωτισμού, όμως, δεν είναι η θεωρία των δύο άκρων –κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, πρόκειται για σύνθημα.
Το να λες ότι τα ναζιστικά και τα κομμουνιστικά καθεστώτα διέπραξαν εγκλήματα είναι μια διαπίστωση. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι όμοια μεταξύ τους ή ότι έχουν τις ίδιες καταβολές. Οι συζητήσεις αυτές δεν μπορούν να γίνονται με οπαδικούς όρους του τύπου «εσείς σκοτώσατε περισσότερους από εμάς». Κάτι τέτοιο ισοπεδώνει τα πάντα και τελικά απαξιώνει τα ανθρώπινα θύματά τους.