Τα τελευταία οκτώ χρόνια στο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στην Ελλάδα κυριαρχούν τα θέματα τής εν στενή εννοία οικονομίας. Το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ουδέποτε απετέλεσε αγαπημένο θέμα συζήτησης της ελληνικής κοινωνίας. Αγνοούνται οι εκ γενετής διαφορές και αντιπαραθέσεις ιδεολογημάτων, ανάμεσα για παράδειγμα στον φεντεραλισμό του Σπινέλι, στην αντίληψη του Μονέ για την πορεία μέσω διακρατικών προσεγγίσεων με τη μεσολάβηση των πολιτικών ελίτ ή στον νέο λειτουργισμό του Σουμάν. Αγνοείται επίσης η σταδιακή πορεία ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του κατ’ εξοχήν διακυβερνητικού οργάνου, μετά την καθιέρωσή του το 1974, όπως και η σταδιακή αποδυνάμωση της Επιτροπής. Αγνοείται ότι το ευρωπαϊκό εγχείρημα αποτελεί το μόνο ασφαλές κατά το δυνατόν πλαίσιο ανάπτυξης της ενοποιημένης Γερμανίας, η οποία θυσίασε το μάρκο μόνο για να της επιτραπεί η ειρηνική επανένωση, διατηρώντας όμως το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα ως διακριτό πεδίο από το υπόλοιπο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ούτως ή άλλως, η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπήρξε πράγματι προϊόν σύλληψης και εκτέλεσης ορισμένων πολιτικών ελίτ. Υπήρξε Πολιτική, με κεφαλαίο Π, αλλά από πάνω προς τα κάτω και όχι αντίστροφα. Ας μην ξεχνάμε ότι και στην Ελλάδα η συμμετοχή στην τότε ΕΟΚ επεβλήθη από τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή απέναντι στη λυσσώδη αντίδραση του τότε ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, που εξέφραζε ωστόσο και σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι ιδιαίτερα κρίσιμα. Το εγχείρημα της Ευρώπης εξελίσσεται παράλληλα, για να μην πω εκτός των Συνθηκών, με σιωπηρή αλλά ευδιάκριτη αποδυνάμωση των θεσμικών του ισορροπιών. Μπορεί η εκλογή Μακρόν υπό τους ήχους του «ευρωπαϊκού ύμνου» να ανακούφισε τις φιλευρωπαϊκές ψυχές, αλλά φοβούμαι ότι αυτό συνιστά άγνοια μεγάλου και παρόντος κινδύνου. Το Brexit και η ανατροπή που δημιούργησε, η θεσμική πρόκληση στο κοινοτικό κεκτημένο που εγείρουν χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία, η ισχυρή Ακροδεξιά ως προϊόν απορίας των κοινωνιών απέναντι στην οικονομική κρίση, την παγκοσμιοποίηση και το Μεταναστευτικό, η διαρκής ισχυροποίηση των διακρατικών οργάνων έναντι των θεσμικών, στα οποία η Γερμανία ασκεί πλήρη ηγεμονία, ο κίνδυνος αποικιοποίησης των υπερχρεωμένων χωρών ως “μη δυνάμενων διά να ομιλούν”, δημιουργούν ένα πλαίσιο που μόνον εθελοτυφλία επιτρέπει να θεωρείται ομαλό και συμβατό με τις Συνθήκες. Για την Ελλάδα, δε, το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν συνιστά μια από τις διάφορες παραμέτρους εθνικής πορείας, όπως π.χ. για το Ηνωμένο Βασίλειο. Επί τη βάσει των σημερινών δεδομένων –όχι μόνο οικονομικών αλλά και ασφαλείας στη ΝΑ Μεσόγειο –αποτελεί κεφαλαιώδη παράμετρο της εθνικής μας επιβίωσης.
Γι’ αυτό ακριβώς, η συμμετοχή μας δεν πρέπει να περιορίζεται από μία μονοδιάστατη ατζέντα αντιμετώπισης της οικονομικής συγκυρίας. Εχουμε την υποχρέωση να αφυπνίσουμε τη ζαλισμένη από το βάρος των οικονομικών πληγμάτων ελληνική κοινωνία σε διάλογο δημιουργίας εθνικής ατζέντας ευρείας αποδοχής. Οφείλουμε να προχωρήσουμε πέραν των ευχολογίων για περισσότερη Ευρώπη σε επίπονη εξειδίκευση στόχων και μέσων, συμβατών με τις δυνάμεις μας αλλά και την υπαρξιακή διάσταση του διακυβεύματος για τον τόπο.
Συγχρόνως με την αποτροπή αποικιοποίησης της πατρίδας μας, μέσω της δημιουργίας όρων ρωμαλέας οικονομικής ανάπτυξης είναι απαραίτητο να διαγνώσουμε με την οξύνοια που επιβάλλει η δυσχέρεια της συγκυρίας παραμέτρους επαναδραστηριοποίησης στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι συμπαρατασσόμενοι με τις δυνάμεις που αντιλαμβάνονται την κρίση και μάχονται για την Ευρώπη των οραμάτων και των Συνθηκών.

Ο Νίκος Δένδιας είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ και πρώην υπουργός