Η σκηνή μοιάζει να είναι βγαλμένη από χαμηλού κόστους παραγωγή ιταλικής κωμωδίας της δεκαετίας του 1970. Το όχημα της αστυνομίας, δύσκολα αναγνωρίσιμο από μακριά λόγω της σκόνης που το κάλυπτε, πλησίασε αργά αργά στον κεντρικό δρόμο του παραθαλάσσιου θερέτρου.

«Να η ευκαιρία», σκέφτηκα. Του έκανα νόημα κι αυτό, ω του θαύματος, σταμάτησε. Το αυτοκίνητο το οδηγούσε ο έλληνας σωσίας του Αντριάνο Τσελεντάνο. «Τι διάολο;» σκέφτηκα. «Κάποιος μου κάνει πλάκα». Ο –υποθέτω –αστυνομικός φορούσε πουκάμισο με λαχούρια, βερμούδα και αντί για παπούτσια πλαστικές παντόφλες.

«Ξέρετε», του λέω διστακτικά. «Πάνω στη στροφή υπάρχει ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των παιδιών που κάνουν ποδήλατο».

Με κοίταξε σαν να του είπα το πιο περίεργο πράγμα στον κόσμο. Αφού πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα σκέψης, μου είπε με ύφος που υπογράμμιζε τη βαρύνουσα σημασία των λόγων του: «Εχεις κι εσύ τα δίκια σου». Μέχρι να προλάβω να ανοίξω το στόμα μου, ο «Τσελεντάνο» έβαλε πρώτη και εξαφανίστηκε μέσα στη σκόνη καπνού που άφησε πίσω του το κακοσυντηρημένο όχημα.

Τα τροχαία δυστυχήματα αποτελούν την κυριότερη αιτία θανάτου των νέων της χώρας μας. Στις οκτώ περιφέρειες της Ευρώπης με τους περισσότερους νεκρούς από τροχαία, οι τρεις είναι ελληνικές. Πρόκειται για τη Δυτική Ελλάδα (5η), το Νότιο Αιγαίο (6η) και την Πελοπόννησο (8η).

Οσοι οδηγούν στους ελληνικούς δρόμους γνωρίζουν τις πραγματικές αιτίες για τις θυσίες στον Μολώχ της ασφάλτου. Ελλειψη οδηγικής παιδείας, αποτέλεσμα της βορβοροκυλίζουσας τριγωνικής συναλλαγής στη διάρκεια της εκπαίδευσης, ατιμωρησία, έλλειμμα ελέγχων.

Οταν έδωσα εξετάσεις για να πάρω το δίπλωμα οδήγησης, πριν από 32 χρόνια, ο εξεταστής μού είπε μετά το τέλος της διαδικασίας: «Κύριε Παπαδόπουλε, περάσατε».

Η έκπληξή μου ήταν διπλή. Πρώτον, γιατί στο παρκάρισμα είχα καβαλήσει το πεζοδρόμιο και έπρεπε να κοπώ και δεύτερον γιατί δεν με έλεγαν Παπαδόπουλο. Ετσι έλεγαν τον επόμενο υποψήφιο. Γρήγορα μπήκα στο νόημα για την πηγή της παρεξήγησης, αλλά ο εξεταστής δεν μπορούσε να διορθώσει το «λάθος» του. Και το χειρότερο, η ανάξεση δεν διεκόπη ποτέ.