Η κυρία με την τσαχπίνικη φωνή με καλούσε από εταιρεία τηλεφωνίας. Ηξερε τα στοιχεία μου, χρησιμοποίησε όμως το βαφτιστικό μου. «Δεν φαντάζομαι κυρία Ευτέρπη μου να πληρώνετε για τη σύνδεση του σπιτιού, συν Ιντερνετ, λιγότερα από τόσα ευρώ τον μήνα». Εκείνη τη στιγμή, αδύνατον να διαπραγματευτώ τη φαντασία της. Βρισκόμουν σε συνθήκες που ο μόνος τρόπος να κρατήσω το τηλέφωνο ήταν να το στηρίξω ανάμεσα σε μάγουλο και ώμο. Της ζήτησα να με πάρει αργότερα. «Αργότερα όμως κυρία Ευτέρπη μου δεν θα μπορώ να σας δώσω αυτήν την τιμή. Ούτε και τη σούπερ προσφορά μας. Με την υπογραφή του συμβολαίου, μια δωροεπιταγή τριάντα ευρώ για οποιοδήποτε σουπερμάρκετ». Εδώ όμως για «την κυρία Ευτέρπη της» η χαριτωμενιά τελειώνει. Αφού σε εμένα, νοικοκυριό του ενός ατόμου, έκανε προς στιγμήν κλικ η προσφορά των τριάντα ευρώ ως δέλεαρ για να φύγω από μια εταιρεία από την οποία είμαι απολύτως ευχαριστημένη, σκέψου τι γίνεται με τις οικογένειες που, σύμφωνα και με το προχθεσινό θέμα των «ΝΕΩΝ», κόβουν τρόφιμα για να πληρώσουν φόρους.
Ο άρτος ο επιούσιος, λοιπόν, ως δόλωμα, για μια εμπορική συμφωνία. Πρόσφατα εξάλλου, σε κατάστημα παιχνιδιών, μου έδωσαν πεντάευρες επιταγές για σουπερμάρκετ επειδή ξεπέρασα ένα ποσό αγορών. Και πριν λίγο καιρό, το ίδιο συνέβη σε κατάστημα ηλεκτρονικών. Μια ύπουλη (επειδή ακριβώς για πάρα πολλές οικογένειες είναι ανακουφιστική) εξοικείωση με το «η ζωή μας με κουπόνια». Οταν μια κοινωνία έχει φτάσει να κερδίζει το φαγητό της σε λοταρίες, δηλώσεις σαν εκείνη της Ελένης Αυλωνίτου ότι, δηλαδή, όποιος πρόσκειται στο καθεστώς τη βγάζει καθαρή, δεν είναι τόσο γραφικές όσο ακούγονται.