Οσο δεν πρέπει να μας παρασύρουν οι ακραίες εθνικιστικές κορόνες γειτόνων –όχι μόνο των εξ ανατολών αλλά και των από Βορράν –άλλο τόσο θα ήτο μοιραίο λάθος: είτε να υποτιμηθούν είτε να μην αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά. Ψύχραιμα αλλά με τρόπο δηλαδή, που αφενός να μην παρέχει προφάσεις και να μη συμπυροδοτεί εντάσεις με ανταποδοτικές βολές έωλου σοβινισμού. Και αφετέρου, να μην αφήνει περιθώρια λανθασμένων ερμηνειών μιας τέτοιας συνετής διαχειρίσεως.
Αυτονόητο μεν. Αλλά και που είναι ανάγκη ν’ αναπαράγεται, όταν διατυπώνονται τέτοιες επιθετικές προθέσεις. Οπως αυτές στα Σκόπια και την Αλβανία. Των οποίων όλο και συχνότερα το τελευταίο διάστημα γινόμαστε κοινωνοί. Και οι οποίες δεν προέρχονται μόνον από ανεύθυνα εθνικιστικά στοιχεία, ενώ αντιθέτως εκδηλώνονται ως παράγωγα μιας συστηματικής πολιτικής θεσμικών διαχειριστών. Η οποία και διαποτίζει τελικά τις αντιλήψεις και υποθάλπει τις αλυτρωτικές ιδεοληψίες σ’ επίπεδο πολιτών. Υπονομεύοντας καίρια τις σχέσεις καλής γειτονίας.
Δεν είναι τυχαίο που αυτά τα φαινόμενα συμπίπτουν με τις πολλαπλώς κλιμακούμενες τουρκικές προκλήσεις. Οι οποίες, πέραν των αυτονόητων κινδύνων που ενέχουν ως στρατιωτικά παίγνια, συνιστούν απροκαλύπτως προοίμια μεσοπρόθεσμων στρατηγικών σχεδιασμών για προαγωγή γεωπολιτικών τετελεσμένων! Τα οποία και άλλωστε δεν αποκρύπτονται ως ιεραρχημένες προτεραιότητες από τους ταγούς του νεοοθωμανικού κατεστημένου.
Το κικερώνειο λοιπόν ερώτημα – τομή «qui bono» (ποιον δηλαδή συμφέρουν αυτά και άρα ποιος επωφελείται) δακτυλοδεικτεί ευθέως την Αγκυρα. Οτι δηλαδή αυτή και υποθάλπει και επενδύει σ’ αυτά. Ως κινήσεις ευρύτερου γεωστρατηγικού αντιπερισπασμού εις βάρος της Ελλάδος. Χρησιμοποιώντας φίλιους βραχίονες στην ευρύτερη βαλκανική ζώνη. Με τους οποίους συνδέεται πολλαπλά. Και λόγω οικονομικής στηρίξεως προς καθεστώτα. Και λόγω πολιτικών που η Τουρκία εφρόντισε (υστεροβούλως) να καλλιεργήσει και να επιλιπάνει. Αξιοποιώντας, βεβαίως, αναδυόμενες τάσεις αλυτρωτικών συνδρόμων, που υφέρπουν και διέπουν τόσο τις άρχουσες ελίτ αυτών των βορείων γειτόνων όσο και τις μάζες.
Πέραν αυτών: Είναι αρκούντως εύλογο το γεγονός ότι τέτοιοι εθνικιστικοί παροξυσμοί συνιστούν δοκιμασμένα εργαλεία για τον αποστρακισμό αντιδράσεων προς τις συνθήκες οικονομικής ανέχειας και κοινωνικής δυσανεξίας. Με απόσπαση της προσοχής των μαζών από τα έως και αδυσώπητα προβλήματα που τις μαστίζουν. Υπάρχει όμως σήμερα μια ειδοποιός διαφορά απ’ ό,τι στο παρελθόν. Καθώς αυτά τα φαινόμενα και τάσεις αφορούν χώρες που συνωθούνται στην ευρωπαϊκή πύλη! Τον διασκελισμό της οποίας επιθυμούν διακαώς. Προκειμένου ν’ αποβούν μέρος των κοινοτικών θεσμών. Κι αυτές οι επιθυμίες περνούν μονοδρομικώς από την ελληνική βούληση. Με την Αθήνα να κρατά τις κλείδες.