Το πρώτο Σαββατόβραδο του φετινού Αυγούστου από ένα σπίτι της Αντιπάρου ακουγόταν ο χαρακτηριστικός συνδυασμός ήχων που παραπέμπει στο «The party is here». Και ένα ποτ πουρί, σε live εκτέλεση, από διαχρονικές ελληνικές επιτυχίες, τη μουσική δηλαδή που θα απολάμβανε ένας ξένος, τακτικός επισκέπτης της Ελλάδας ή ένας ομογενής, θαυμαστής και νοσταλγός της ελληνικής κουλτούρας σε όλη της την γκάμα, από την ουσία έως το φολκλόρ της. Αν μάλιστα κάποιος μπορούσε να δει και τον μπουφέ, η αόριστη εικόνα θα νετάριζε. Oλες οι ελληνικές νοστιμιές στη σειρά. (Να θυμίσουμε ότι οι λέξεις «νοστιμιά» και «νοσταλγία» έχουν την ίδια ρίζα). Οικοδεσπότες ήταν ο Ελληνοαμερικανός Τζιμ Γιαννόπουλος –από τον περασμένο Μάρτιο πρόεδρος της Paramount –η σύζυγός του Αννα και οι δύο κόρες τους που δέχονταν για πρώτη φορά τους φίλους τους στο νεοαποκτηθέν σπίτι τους στο νησί. Ανάμεσα σε αυτούς τους φίλους η Νία Βαρντάλος με την αδελφή της και τον αφγανό γαμπρό της και, βέβαια, η Ρίτα Γουίλσον και ο Τομ Χανκς. Οι προεξάρχοντες και εμπνευστές μιας ιδιότυπης χολιγουντιανής ελληνοαμερικανικής κοινότητας που έχει δημιουργηθεί στην Αντίπαρο.
Ο 61χρονος ηθοποιός, ο δεύτερος στην ιστορία του θεσμού που έχει κερδίσει δύο συνεχόμενες χρονιές το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου, το 1993 για το «Φιλαδέλφεια» και το 1994 για το «Φόρεστ Γκαμπ» (ο πρώτος ήταν ο Σπένσερ Τρέισι το 1937 και το 1938), δεν είναι μόνο ο πιο διάσημος λάτρης της Ελλάδας. Είναι και ο πιο επίμονος. Ενας «ζηλωτής» της χώρας μας, αφού η προσήλωση και ο σεβασμός του σε ό,τι αφορά την Ελλάδα –ανθρώπους, τόπους, ήθη και έθιμα –έχουν χαρακτηριστικά θρησκευτικής, σχεδόν, πίστης. Είναι πλέον πασχαλινό έθιμο οι φωτογραφίες του από την περιφορά του Επιταφίου στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στο Λος Αντζελες. Εκεί όπου βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος ύστερα από τον γάμο του, τον Απρίλιο του 1988, με την ελληνικής καταγωγής Ρίτα Γουίλσον.
Οταν ο Τομ γνώρισε, σε ένα τηλεοπτικό σετ, τη Ρίτα, ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και θέμα χρόνου να επαναληφθεί η ιστορία των δικών της γονιών. Για τους ρεαλιστές σύμπτωση, για τους ρομαντικούς κάρμα. Το πραγματικό όνομα της ηθοποιού, τραγουδίστριας και παραγωγού είναι Μαργαρίτα Ιμπραΐμοφ. Γεννήθηκε στο Λος Αντζελες, αλλά η μητέρα της Δωροθέα Τζίγκου μεγάλωσε στη Δρόπολη, ένα χωριό στη σημερινή Αλβανία με πολύ έντονο το ελληνικό στοιχείο (εκεί ιδρύθηκε το κόμμα των Ελλήνων Ομόνοια). Ο πατέρας της, Χασάν Χαλίλοφ Ιμπραΐμοφ ήταν Πομάκος από το Ωραίο της Ξάνθης. Μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1949 κι εκεί (όπως σαράντα χρόνια αργότερα ο Τομ Χανκς) βαφτίστηκε χριστιανός ορθόδοξος προκειμένου να παντρευτεί την αγαπημένη του Δωροθέα. Το 1960 άλλαξε το δύσκολο στην προφορά όνομά του σε Αλαν Γουίλσον. Η Ρίτα του είχε παθολογική αδυναμία και σε αυτόν οφείλει την έντονη θρησκευτικότητά της και την αγάπη της στις παραδόσεις. Και ο διάσημος γαμπρός του όμως ήταν πολύ συνδεδεμένος μαζί του. Σε σύνεντευξή του μάλιστα, έχει πει ότι ο χαρακτήρας του Βίκτορ Ναβόρσκι που ερμήνευσε στην ταινία «The Terminal» ήταν, σε πολλά σημεία, εμπνευσμένος από τον πεθερό του.
Οι περισσότεροι Ελληνες των ΗΠΑ, ακόμη και οι δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες, είναι όπως περίπου η οικογένεια Πορτοκάλος στο «Γάμος α λα ελληνικά», χωρίς βέβαια τις σεναριακές ακρότητες. Συνδυασμός αμερικανικής πρακτικότητας και ελληνικού ταμπεραμέντου το λέμε για ευκολία. Στην ουσία, η ανάδειξη της τοπικής τους παράδοσης είναι βασικό στοιχείο της αμερικανικής ταυτότητάς τους. Αυτό χαρακτηρίζει και τη Ρίτα Γουίλσον, που ήταν η παραγωγός της ταινίας. Και αυτό φαίνεται να γοήτευσε αρχικά τον Τομ Χανκς, στη συνέχεια όμως η αγάπη του για τη χώρα μας φαίνεται ότι αυτονομήθηκε από τον έρωτά του για τη σύζυγό του. Ετσι, κάνει φιλότιμες προσπάθειες (τουλάχιστον όταν βρίσκεται στην Ελλάδα) να μοιάζει με Ελληνα, έχοντας όμως μια ιδανική, σε σχέση με την πραγματικότητα, ιδέα για τον μέσο Ελληνα.
Οι κάτοικοι της Αντιπάρου που τον ζουν κάθε καλοκαίρι τα τελευταία δέκα χρόνια, από τότε που απέκτησε το 450 τ.μ. σπίτι του στο νησί, μιλούν για έναν άνθρωπο προσηνή, απλό, διακριτικό. Που διαχειρίζεται με στωικότητα και θετική διάθεση ακόμη και τις μικροκακίες που προκαλεί η παρουσία ενός μεγάλου σταρ σε έναν μικρό τόπο. Περιμένει υπομονετικά τη σειρά του στα γνωστά εστιατόρια του νησιού όπως το ιταλικό «Lollo’s», επισκέπτεται συχνά την Πάρο και το εκεί αγαπημένο του εστιατόριο «Barbarossa», πηγαίνει στον τοπικό θερινό κινηματογράφο (λέγεται ότι εκεί έχει δει το «Illuminati» στο οποίο πρωταγωνιστούσε), δείχνει ενθουσιασμένος όταν δοκιμάζει κλασικές ελληνικές συνταγές που σε εμάς θα φαίνονταν άνοστες ή τυποποιημένες. Προσπαθεί να συμμετέχει, όσο το δυνατόν, σε τοπικές εκδηλώσεις και πριν από λίγα χρόνια έλαβε μέρος στον κολυμβητικό διάπλου Πάρου – Αντιπάρου. Και του αρέσει να κολυμπά στις παραλίες της νησίδας Δεσποτικό. Η ελληνική ειδησεογραφική «σελεμπριτολαγνεία» έχει παραγάγει, κατά καιρούς, μύθους και παραμύθια σχετικά με τους σταρ που έχει φιλοξενήσει στο σπίτι του. Σίγουρα πάντως, η ελληνική κοινωνική και καλλιτεχνική ελίτ έχει περάσει από εκεί στα διάφορα πάρτι του.
Δεν μένει βέβαια συνέχεια στην Αντίπαρο. Με το σκάφος του κάνει συχνά εξορμήσεις σε άλλα νησιά και το πιο πρόσφατο επεισόδιο της σειράς «Tom loves Greece» ήταν η φωτογράφισή του, πριν από τρεις μέρες, με το προσωπικό σε κουζίνα εστιατορίου στη Σίφνο. Να μην ξεχνάμε ότι ο σπουδαίος ηθοποιός είναι γέννημα – θρέμμα Καλιφορνέζος. Και αν καμιά φορά, πάνω στον καλιφορνέζικο ενθουσιασμό του για την πατρίδα μας φλερτάρει με τη γραφικότητα, μας αγαπάει πολύ, γι’ αυτό και του το συγχωρούμε.