Είναι ομολογουμένως παράδοξο. Μια κυβέρνηση που έχει ως κορμό της το άλλοτε κόμμα της ανανεωτικής Αριστεράς να μη δέχεται να συμμετάσχει σε συνέδριο για τον σταλινισμό. Και το κατ’ εξοχήν ορθόδοξο κόμμα της Αριστεράς –δηλαδή το ΚΚΕ –να μην επικροτεί ανοιχτά τη στάση της. Για την πρόσφατη διάσκεψη στην Εσθονία με θέμα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ο λόγος. Και την επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να μην πάει εγείροντας ενστάσεις για την εικόνα εξίσωσης ναζισμού – κομμουνισμού. «Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛδεν μπορεί να εμφανίζεται δικαιωμένη για την απόφασή της να μη συμμετέχει στην Εσθονία, όχι μόνο γιατί έχει ήδη νομιμοποιήσει με την παρουσία της την αντίστοιχη περσινή φιέστα, αλλά και γιατί αθωώνει συστηματικά την ΕΕγια τον αντικομμουνισμό της, που πάει χέρι – χέρι με την επίθεση στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα», αντιδρούν από τον Περισσό συμπληρώνοντας: «Ο ΣΥΡΙΖΑ,ο οποίος στηρίζει τοσύστημα καιυιοθετείτα περί «εγκλημάτων», «σοβιετικής κατοχής»,ξέθαψε ακόμα και το γερασμένο και αποτυχημένο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού», το οποίο αποτέλεσετο «δούρειο ίππο» της επίθεσηςγια την ανατροπήτουσοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
«Ορθόδοξοι» και «ανανεωτές»
Για να αποκωδικοποιήσουμε τις σημερινές στάσεις των δύο κομμάτων ή και αντίπαλων ρευμάτων στην επικράτεια της Αριστεράς θα χρειαστεί να πάμε πίσω. Το συμπαγές κύμα του ορθόδοξου κομμουνισμού είχε υποστεί κριτική από τα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Ο Τρότσκι, για παράδειγμα, αποτέλεσε τον αντίπαλο πυλώνα στον τρόπο που μετασχηματιζόταν η ΕΣΣΔ, αλλά και το Κόμμα. Πολύ μετά όμως, κατά τη λεγόμενη αποσταλινοποίηση του Νικήτα Χρουστσόφ (στο περίφημο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενωσης, το 1956), διαμορφώνεται ένα μαζικό ρεύμα αμφισβήτησης στο μοντέλο Στάλιν, παρ’ ότι για τους συνεπείς επικριτές της ΕΣΣΔ μετά το ’56 συνεχίζει απλώς να κυριαρχεί ο σταλινισμός. Και παρ’ όλη την αποκαθήλωση του «πατερούλη» από την κυρίαρχη κομματική κάστα.
Το 1968 όμως η σοβιετική επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία αποτέλεσε τη θρυαλλίδα και στην Ελλάδα για να σημειωθεί σχίσμα στο τότε ΚΚΕ. Η διάσπαση ορθόδοξων και ανανεωτικών προϋπήρχε αλλά δεν εκδηλωνόταν. Τότε όμως είχαμε και οργανωτικά την καταστατική ίδρυση του κόμματος των αναθεωρητών, όπως τους έλεγαν οι συνεπείς του ΚΚΕ (εξωτερικού). Η κριτική αμφισβήτηση –έως και πολεμική –στο σοβιετικό μοντέλο υπήρξε τεράστια από το εν λόγω ανανεωτικό ρεύμα. Μέσα από κείμενα, περιοδικά, τόνους λέξεων, το ΚΚΕ εσωτερικού (ενός εκ των προπατόρων μέρους και του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ) σχεδόν θεμελίωσε την ύπαρξή του εκτός της προγραμματικής διεξόδου στον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό και στην εγγενή κριτική στα πεπραγμένα στις πρώην ανατολικές χώρες. Εδώ όμως χρειάζεται μία υποσημείωση που έχει σημασία: παρά την κριτική στην ΕΣΣΔ, στο εσωτερικό των ανανεωτών εκδηλωνόταν μια αντιπαράθεση πάντα στον τρόπο και στην ένταση αυτής της κριτικής. Δεν μισούσαν ή δεν πολεμούσαν όλοι το ίδιο αυτό το μοντέλο. Το 1982 για παράδειγμα ο Κώστας Ζουράρις –σημερινός υφυπουργός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –παραιτήθηκε με επιστολή του από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ εσωτερικού, επειδή θεωρούσε πως η τελευταία φλέρταρε και συνομιλούσε με το καθεστώς Τσαουσέσκου στη Ρουμανία! «Σύντροφε Μπανιά, χάσαμε», τέλειωνε η τότε επιστολή του καθηγητή εκ Παρισιών.
Η γέφυρα που δεν άντεξε
Τα δύο ρεύματα ξαναβρέθηκαν και αναμετρήθηκαν και πάλι στον ενιαίο Συνασπισμό και στο φόντο λίγο μετά (1989-91) της κατάρρευσης των σοσιαλιστικών χωρών και του Τείχους του Βερολίνου. Τα τελευταία είκοσι χρόνια το ΚΚΕ έχει προχωρήσει με κείμενα και επεξεργασία των θέσεών του για την υπεράσπιση της οικοδόμησης των καθεστώτων, αν και δεν λείπει η κριτική του σε αυτά. Η συνδιάσκεψη του 1995 ήταν η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια, από τότε έγιναν και πολλά άλλα για να κατανοηθεί τι πήγε στραβά. Μεμονωμένες περιπτώσεις στοχαστών της κομμουνιστικής Αριστεράς επίσης συνέβαλαν σε αυτό, όπως ο Κώστας Κάππος και ο Ευτύχης Μπιτσάκης. Αυτό πάντως που τώρα πολλοί βλέπουν ως σταλινική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ –προς αλίευση στη θολή δεξαμενή της Αριστεράς –ο Περισσός όχι τυχαία κατηγορεί ως απλώς επιφανειακή και υποκριτική στάση. Να μια ακόμη εξήγηση γιατί ο Κοντονής δεν βρήκε υποστήριξη από το ιστορικό Κόμμα.