Ενα από τα σταλινικά τσιτάτα θέλει τις ιδέες να είναι πολύ πιο ισχυρές από τα όπλα. Εξού και καταλήγει στο συμπέρασμα πως εφόσον «δεν θα επιτρέπαμε στους εχθρούς μας να έχουν όπλα, γιατί επομένως θα έπρεπε να τους επιτρέψουμε να έχουν ιδέες;». Σε μια ελεύθερη απόδοση του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς, λοιπόν, στην κυβέρνηση φαίνεται να πιστεύουν πως ο καλύτερος τρόπος να καταπολεμήσεις τις ιδέες που δεν συμφωνούν με τις δικές σου είναι να τις απαξιώσεις ως ακροδεξιές.

Αν έχει μια αξία η αντιπαράθεση της εβδομάδας που πέρασε, μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ γύρω από τον κομμουνισμό και τον ναζισμό, ήταν πως έκανε το συγκεκριμένο μοτίβο ορατό με γυμνό μάτι. Γιατί μια σύντομη αναδρομή στον τρόπο που απαντά η κυβερνώσα Αριστερά στην κριτική της αντιπολίτευσης, σε οποιοδήποτε ζήτημα αποδεικνύει ότι πρόκειται όντως περί επαναλαμβανόμενης πρακτικής: οποιος διαφωνεί μαζί μας είναι ακροδεξιός.

Η απόφαση του Σταύρου Κοντονή να μη συμμετέχει η Ελλάδα στο διεθνές συνέδριο στο Ταλίν για τα εγκλήματα των ολοκληρωτικών καθεστώτων πυροδότησε μια συζήτηση που ξέφυγε κατά πολύ από το ίδιο συνέδριο. Και κατέληξε στον πολλοστό καβγά για την θεωρία των δύο άκρων και το ιδεολογικό πρόσημο των δυο ελληνικών κομμάτων εξουσίας. Η αλήθεια είναι πως ήταν μια κατάληξη που δεν την προκάλεσαν μόνο οι επικρίσεις περί συριζαϊκού σταλινισμού. Την καλλιέργησε και το κυβερνών κόμμα προκειμένου να ταυτίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους με την Ακρα Δεξιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, επικαλείται το φάντασμα της Ακροδεξιάς πολύ συχνότερα απ’ ό,τι αυτό πλανάται στην ελληνική πολιτική σκηνή.

Το πρωτοσέλιδο της «Αυγής» με τίτλο «Το 2ο ξέπλυμα του ναζισμού» σε μαύρο φόντο ήταν η αναμενόμενη συνέχεια όσων είπαν στελέχη του κόμματος σε κανάλια, ραδιόφωνα και σόσιαλ μίντια. Πρώτος, εξάλλου, ο υπουργός Δικαιοσύνης – μια μέρα πριν στην ΕΡΤ – διατεινόταν πως η ΝΔ «από ένα κόμμα της Κεντροδεξιάς έχει μεταβληθεί σε σκληρό κόμμα της Δεξιάς, θα έλεγα της Ακροδεξιάς». Από τα πλατό του Σκάι, πάλι, την ίδια μέρα ο πρώην υπουργός Τρύφωνας Αλεξιάδης έλεγε στα στελέχη της Πειραιώς που βρίσκονταν στο πάνελ «ξεχνάτε από ποια πολιτική οικογένεια κατάγεστε» και «ποιοι ήταν οι συνεργάτες των Γερμανών στην Ελλάδα».

Η δε Κουμουνδούρου στήριξε το κυβερνητικό έντυπο με ένα δελτίο Τύπου στο ίδιο στυλ. «Ο ίδιος, άλλωστε, ο πρόεδρος της ΝΔ κ. Μητσοτάκης, σε πρόσφατη συνέντευξή του, τον περασμένο Ιούνιο στην ιστοσελίδα Politico, είχε αρνηθεί την ακροδεξιά βία, ξεπλένοντας τη Χρυσή Αυγή» έγραφε ο συντάκτης του. Σε εκείνη την συνέντευξη στο Politico, παρεμπιπτόντως, μπορεί να βρει κανείς τις απαρχές της εν λόγω συριζαϊκής τακτικής που κορυφώθηκε με τον ισχυρισμό για ξέπλυμα του ναζισμού.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που το κομματικό έντυπο υιοθετούσε αυτό το ύφος. Στις 4 Ιουλίου κυκλοφορούσε με πρώτο θέμα «Αδέξια ακροδεξιός» και φωτογραφία του Μητσοτάκη. Αιτία; Στη Βουλή την προηγουμένη εκείνος είχε υποστηρίξει πως «η τρομοκρατία, όχι η βία –με μία εξαίρεση, την τραγική δολοφονία του Παύλου Φύσσα -, είχε προέλευση από τη μήτρα της Ακρας Αριστεράς». Ούτε φυσικά η πρώτη κόντρα στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήριζε τη ΝΔ Ακροδεξιά. Βέβαια, οι του κυβερνώντος κόμματος δεν χρησιμοποιούν τον χαρακτηρισμό ακροδεξιός μόνο όταν μπορεί να σχετιστεί – με κάποιο προφανή τρόπο – με το υπό συζήτηση θέμα, όπως στο προαναφερθέν περιστατικό.

Τον Αύγουστο κι ενώ τα δύο κόμματα συγκρούονταν για το νομοσχέδιο για την παιδεία και την επιλογή σημαιοφόρων με κλήρωση, η πορτ παρόλ Ράνια Σβίγκου δήλωνε στον Σκάι, «η ΝΔ, αυτές τις δύο ημέρες, έχει σηκώσει τη σημαία του λαϊκισμού και των ακροδεξιών αντιλήψεων». Την ίδια περίοδο ο Νίκος Παππάς διαπίστωνε στην «Κυριακάτικη Αυγή» πως «οι πολίτες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι προτάσεις στο τραπέζι είναι δύο: ο ακροδεξιός νεοφιλελευθερισμός της ΝΔ και η δίκαιη ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ». Το επίθετο ακροδεξιός, δηλαδή, στη συριζαϊκή γλώσσα συνοδεύει τα πάντα. Και πλασάρεται ως επιχείρημα κριτικής παντού, μέχρι και την οικονομία.

Γι’ αυτό, ίσως, και κάποιοι πρώην σύντροφοι των συριζαίων –που οι δρόμοι τους έχουν χωρίσει εδώ και πολλά χρόνια –φθάνουν στο σημείο να εικάσουν ότι η άρνηση της Ελλάδας να παραστεί στο συνέδριο της εσθονικής προεδρίας ήταν προσχεδιασμένη. Με στόχο; Μια ακόμη σύγκρουση αυτού του είδους, για τα αφτιά του εσωτερικού ακροατηρίου.

Το παιχνίδι

είναι στημένο;

Στον ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο χρονικό διάστημα φαίνεται να ξεκινούν μικρούς «πολιτισμικούς» πολέμους. Η θρησκεία του Βούτση, η σημαία του Γαβρόγλου, η Εσθονία του Κοντονή είναι όλες αναμετρήσεις που μοιάζουν σχεδιασμένες ώστε να προκαλέσουν τη νεοδημοκρατική αντίδραση. Ενίοτε, ωστόσο, καταλήγουν σε μια εκπυρσοκρότηση του Πάνου Καμμένου. Οπως συνέβη με την πρόσφατη τοποθέτηση Βούτση, «η μεταμνημονιακή Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται σε ατζέντα “Ελλάς Ελλήνων χριστιανών” ούτε “Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”. Δεν είμαστε λαός ορθόδοξος». Για τους παλιούς αριστερούς –σαν το νυν πρόεδρο του Κοινοβουλίου –πιθανόν η καμμενική ανάφλεξη να είναι μέρος του σχεδιασμού. Αν μη τι άλλο, βοηθά στο να υπογραμμίζουν οι σύντροφοι τις διαφορές που λένε πως έχουν με τον κυβερνητικό τους εταίρο.

Αυτόν τον κυβερνητικό εταίρο που αναδεικνύει ένα –για να το θέσουμε κομψά –παράδοξο της ίδιας της στρατηγικής τους. Πώς γίνεται να κατηγορείς τους πολιτικούς σου αντιπάλους ως ακροδεξιούς όταν συγκυβερνάς με ένα συντηρητικό κι εθνικιστικό κόμμα; Το ερώτημα μπορεί να γίνει και πιο συγκεκριμένο. Πώς οι βουλευτές της πρώτη φορά Αριστεράς συγκατοικούν στα έδρανα με Ανεξάρτητους Ελληνες που συχνά –πυκνά έχουν ομοφοβικά και ρατσιστικά ξεσπάσματα, σαν τον Κώστα Κατσίκη; Ή πώς αντιμετωπίζουν όσα αντισημιτικά έχει κατά καιρούς υποστηρίξει ο Δημήτρης Καμμένος, όταν σε κάθε ευκαιρία σπεύδουν να υπενθυμίσουν το παρελθόν του Αδωνη Γεωργιάδη;

Εκπτώσεις για

τον συνεταίρο

Η κοινοβουλευτική ζωή έχει αποδείξει πως έχουν βάλει πολύ νερό στο κρασί της αριστεροσύνης τους. Οταν, ας πούμε, ο Κατσίκης αναρωτιόταν από βήματος αν «μπορεί ένας γκέι να είναι μπέιμπι σίτερ; Μπορεί;», οι συριζαίοι τον παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Στην πρόσφατη ψηφοφορία για την ανάδειξη των αντιπροέδρων της Βουλής η Τασία Χριστοδουλοπούλου κι άλλοι ένδεκα βροντοφώναξαν τις βαθιές ιδεολογικές διαφορές τους με τον διάσημο στη σφαίρα των σόσιαλ μίντια για τις αντισημιτικές του απόψεις Δημήτρη Καμμένο διά της απουσίας τους. Πέντε επιπλέον σύντροφοί τους ψηφίζοντας «παρών». Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να βάλουν την κομματική πειθαρχία υπεράνω της αριστερής τους συνείδησης.

Μιας συνείδησης που δεν φάνηκε να τους βαραίνει ιδιαίτερα τον περασμένο Δεκέμβριο, όταν πέντε εξ αυτών ταξίδεψαν και φωτογραφήθηκαν μαζί με τον υπουργό Εθνικής Αμυνας, τον αναπληρωτή του Δημήτρη Βίτσα και τρεις χρυσαυγίτες σε Ρω, Καστελλόριζο και Στρογγυλή. Για τις ανάγκες ενός επικοινωνιακού event που ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και ΚΚΕ δεν έλαβαν μέρος.

Το δε ιδεολογικό χάσμα που διαλαλούν όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις πως τους χωρίζει από το κόμμα με το οποίο συνεργάζονται συνήθως εμφανίζεται μόνο σε πολιτικά ανώδυνες ψηφοφορίες. Σε εκείνες που τα νομοσχέδια γίνονται νόμοι του κράτους με τις ψήφους της αντιπολίτευσης. Τον Σεπτέμβριο του 2015, βέβαια, όταν είχε ανακοινωθεί η υπουργοποίηση του Δημήτρη Καμμένου οι 53, διά ανακοινώσεως Βασιλικής Κατριβάνου ζητούσαν την αποπομπή του. Αισθανόταν, έλεγε η Κατριβάνου τότε, βαθιά ντροπή και λύπη για το γεγονός ότι σε μια αριστερή κυβέρνηση, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, υπουργοποιείται το συγκεκριμένο πρόσωπο. Προφανώς, ως απλοί συμπολιτευόμενοι βουλευτές οι 9 ΑΝΕΛ δεν την έθλιβαν ούτε την θλίβουν. Εύλογο, προστιθέμενοι στους 144 ισούνται με τον μαγικό αριθμό 153.

Αριστερή ατζέντα

για το μέλλον…

Στην ανάλυση του γαλάζιου επιτελείου η εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ στις αιτιάσεις για ακροδεξιά μετάλλαξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι στρατηγική ήττας. «Εχουν» αναφέρουν «αποδεχθεί ότι θα χάσουν κι άρα στρέφονται σε μια ατζέντα πολύ αριστερή». Στόχος τους, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι «να δημιουργήσουν έναν πυρήνα μπετόν αρμέ». Μπορεί. Οπως και να ‘χει, ωστόσο, η ΝΔ βρίσκεται πάντα ενώπιον ενός διλήμματος: Να πέσει στην παγίδα απαντώντας; Ή να σιωπήσει κινδυνεύοντας να «ξενερώσει», όπως λέει χαριτολογώντας γνωστός κοινοβουλευτικός της, τη δική της εκλογική βάση; Οταν, για παράδειγμα, ο Πάνος Σκουρλέτης βγαίνει και αποκαλεί τον Γεωργιάδη «κρυφοχρυσαυγίτη», πώς άραγε πρέπει να αντιδράσει ο αντιπρόεδρος της ΝΔ;

Η επίσημη γραμμή του κόμματος συνοψίζεται στην παράφραση «θα τους ταράξουμε στην καθημερινότητα». Ανεπισήμως, πάλι, όλοι –και ειδικά όσοι είναι οι πρώτοι στόχοι της Κουμουνδούρου –γνωρίζουν ότι πρέπει να βρουν τη χρυσή τομή ώστε να μην αφήνουν αναπάντητες τέτοιου είδους επιθέσεις. Τελικά, όμως, πέρα από τα στενά όρια των κομματικών γραφείων, τι αντίκρισμα έχει η εν λόγω κυβερνητική τακτική –ή αν προτιμάτε τακτικισμός –στα πραγματικά προβλήματα; Κανένα. Είναι απλά ένας αντιπερισπασμός.