Η Μπριζίτ τα πηγαίνει καλά –το τεύχος του «Elle» με εξώφυλλο την ίδια και περιεχόμενο τη χειμαρρώδη συνέντευξή της έκανε ρεκόρ πωλήσεων με 530.000 τεύχη. «Φυσικά, τρώμε μαζί πρωινό, εγώ με τις ρυτίδες μου, αυτός με τη φρεσκάδα του, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα», λέει σε κάποιο σημείο αναγνωρίζοντας ότι «ο Εμανουέλ έχει κάνει μόνο ένα λάθος κι αυτό είναι ότι είναι μικρότερος από εκείνη». Εκεί όμως που η ίδια βλέπει νεανική φρεσκάδα, η πρωθυπουργός της Πολωνίας Μπεάτα Σίντλο βλέπει νεανική απειρία. Για να δώσει συνέχεια σε κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί γαλλοπολωνική κρίση.

Ολα ξεκίνησαν από τη Βάρνα της Βουλγαρίας, τελευταίο σταθμό της τριήμερης περιοδείας του στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Από εκεί, και έχοντας στο πλάι του τον βούλγαρο πρωθυπουργό Ρούμεν Ράντεφ, επέλεξε να ασκήσει κριτική στην πολωνική κυβέρνηση εξαιτίας της άρνησής της να αναθεωρήσει το σημερινό καθεστώς των «αποσπασμένων εργαζομένων» που προέρχονται κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη και απασχολούνται προσωρινά στη Δυτική. Ο γάλλος πρόεδρος χαρακτήρισε «εσφαλμένη» τη στάση της Βαρσοβίας, για να κάνει στη συνέχεια λόγο για κοινωνικό ντάπινγκ και αθέμιτο ανταγωνισμό. «Η Ευρώπη –είπε –είναι μια περιοχή που συγκροτήθηκε στη βάση κοινών αξιών, μια σχέση με τη δημοκρατία και τις ελευθερίες, με την οποία η σημερινή Πολωνία βρίσκεται σε σύγκρουση». Και δεν σταμάτησε εκεί. Για τον Μακρόν η κυβέρνηση της Πολωνίας είναι απομονωμένη. «Η Πολωνία δεν καθορίζει το μέλλον της Ευρώπης σήμερα και δεν θα καθορίσει την Ευρώπη του αύριο» κατέληξε.

Συστάσεις. Του Μακρόν, γράφει η «Λιμπερασιόν», δεν του αρέσει να του φέρνουν αντιρρήσεις. Κι αυτή η δυσφορία εξηγεί για τη γαλλική εφημερίδα τη «σπάνιας ωμότητας» επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της Βαρσοβίας. Η οποία, υπό την ηγεσία της κυβέρνησης του εθνικιστικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη, δεν άργησε να σηκώσει το γάντι. Η πολωνή πρωθυπουργός απέρριψε ως «αλαζονικές» της δηλώσεις του γάλλου προέδρου υπογραμμίζοντας ότι η χώρα της έχει «τα ίδια δικαιώματα με τη Γαλλία» στην Ευρωπαϊκή Ενωση. «Ισως αυτές οι αλαζονικές δηλώσεις να οφείλονται στην έλλειψη εμπειρίας και πολιτικής πρακτικής, κάτι που παρατηρώ με κατανόηση, αλλά περιμένω ότι θα καλύψει γρήγορα αυτά τα κενά και ότι στο μέλλον θα είναι πιο συγκρατημένος» δήλωσε η Σίντλο στη συντηρητική ιστοσελίδα wpolityce.pl.

Και ως παλαιότερη στη ζωή προχώρησε και σε συστάσεις: «Συνιστώ στον κύριο πρόεδρο να ασχοληθεί με τα θέματα της χώρας του, τότε θα καταφέρει ίσως να έχει τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα και το ίδιο επίπεδο ασφάλειας των πολιτών του όπως τα έχει διασφαλίσει η Πολωνία» είπε ακόμη η Μπεάτα Σίντλο, η οποία πρόσθεσε ότι θέλει να υπενθυμίσει «στον κύριο Μακρόν ότι η Πολωνία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ίδια ιδιότητα που είναι και η Γαλλία». Κάλεσε μάλιστα τον Μακρόν «να είναι πιο συμφιλιωτικός και να μη διασπά την ΕΕ», ενώ σημείωσε ότι «δεν είναι ούτε ο πρόεδρος της Γαλλίας ούτε κανένας άλλος ηγέτης που θα αποφασίσει προσωπικά το μέλλον της Ευρώπης, αλλά το σύνολο των μελών της κοινότητας». Η κατακλείδα; «Εχουμε τα ίδια δικαιώματα με τη Γαλλία, με τα άλλα κράτη – μέλη, και θα το εκμεταλλευθούμε για το καλό της Πολωνίας και των Πολωνών. Η Πολωνία δεν είναι σε σύγκρουση με καμία άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ούτε με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση».

Υψηλού ρίσκου. Αναλυτές σημειώνουν ότι με αυτή του την επίθεση ο γάλλος πρόεδρος επιχείρησε να απομονώσει τον σκληρό πυρήνα που έχουν σχηματίσει η Πολωνία και η Ουγγαρία, οι δυο χώρες που αντιδρούν σε οποιαδήποτε αλλαγή της οδηγίας του 1996 για τους λεγόμενους «αποσπασμένους εργαζομένους», και να σπάσει το μέτωπο που συγκροτούν οι πρώην «λαϊκές Δημοκρατίες» με την εξαίρεση των χωρών της Βαλτικής. Είναι μια στρατηγική όμως που έχει υψηλό ρίσκο. Γιατί όπως επισημαίνεται, μπορεί να φέρει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει ο νέος ένοικος του Ελιζέ.

«Είναι ειλικρινής και ευθύς και σε αυτό διαφέρει από τον Φρανσουά Ολάντ. Αλλά είναι σε σημείο που δείχνει αγενής» σχολίαζε διπλωμάτης μιας τέτοιας πρώην λαϊκής Δημοκρατίας. «Μας ζήτησε πολλά και για την απόσπαση των εργαζομένων αλλά και για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού χωρίς να προσφέρει τίποτε σε αντάλλαγμα». Οι λογαριασμοί, με άλλα λόγια, μένουν ανοικτοί.