Το ωραίο με τις ταινίες του Χίτσκοκ είναι πως μπορείς να βασιστείς στην αξιοπιστία ενός μάστορα του σασπένς. Που θα σε ταξιδέψει σε όλες τις περιστροφές της πλοκής, θα ανεβάσει τις θερμοκρασίες την κατάλληλη στιγμή, και εκεί που πραγματικά θα το χρειάζεσαι, τότε θα σε αποφορτίσει, για να σε επιβραβεύσει στη συνέχεια με ένα ευτυχές τέλος. Το πρώτο ρήγμα σε αυτή την ασφάλεια ήρθε το 1968, με τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο (που «έφυγε» τον περασμένο Ιούλιο), η ταινία όμως που την ακύρωσε πλήρως ήταν «Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι» του Τόμπι Χούπερ που πέθανε χθες σε ηλικία 74 ετών.
Ξαφνικά δεν βρισκόσουν πια στα χέρια ενός «μάστορα». Αλλά ενός παρανοϊκού. Και αν ο Νόρμαν Μπέιτς του «Ψυχώ» είχε μια πολύ συγκεκριμένη ταυτότητα και ένα πολύ σαφές πρόσωπο, ο «Λέδερφεϊς», ο «Σχιζοφρενής» του ελληνικού τίτλου αποτέλεσε μια ξεχωριστή, ιδιαίτερη περίπτωση: δεν έχει πρόσωπο. Ιδιοποιείται όμως τα πρόσωπα των θυμάτων του, αποσπώντας τα από το κρανίο τους. Επίσης είναι βουβός και εκφράζεται μόνο μέσα από το έγκλημα. Παρεμπιπτόντως, η πρώτη αποθεωτική κριτική για τον «Σχιζοφρενή» δημοσιεύεται στην Ελλάδα στο «Βήμα» από τον Βασίλη Ραφαηλίδη, που βρίσκεται στις Κάννες για να παρακολουθήσει τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το 1975. Η ταινία του Χούπερ προβάλλεται μία μέρα πριν, στο ίδιο τμήμα («Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών») και ο κριτικός την αποθεώνει ως «αριστούργημα γκρανγκινιολικού φαντεζίστικου».
ΑΛΥΣΟΠΡΙΟΝΑ. «Πλήρωνα εισιτήριο δύο δολαρίων και μόνο δέκα σεντς “πήγαιναν” στον τρόμο. Και λάτρευα τον τρόμο! Αλλά δεν έβρισκα πια τίποτα το ενδιαφέρον στις παλιές ταινίες της Universal ή στον Δράκουλα του Κρίστοφερ Λι. Ηθελα κάτι άλλο, κάτι πιο έντονο, πιο αναρχικό. Αλλά δεν μπορούσα να σταυρώσω ιδέα. Μέχρι που βρέθηκα χριστουγεννιάτικα σε ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο γεμάτο κόσμο. Είμαι αγοραφοβικός, μισώ τα πλήθη. Βρισκόμουν στο τμήμα με τα εργαλεία και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε ένα ράφι με αλυσοπρίονα. “Για δες”, σκέφτηκα. “Ορίστε ένας τρόπος για να βγω γρήγορα από δω μέσα…”». Ο Τόμπι Χούπερ ήταν 25 ετών, είχε ήδη ολοκληρώσει το πρώτο του φιλμ (ονόματι «Eggshells» –απέσπασε καλές κριτικές στην εποχή του, αλλά σήμερα είναι αδύνατον να βρεθεί) και έχοντας έτοιμη μια βασική ιδέα, στήνει το σενάριο του «Texas Chainsaw Massacre» και το γυρίζει μέσα σε ένα καλοκαίρι, το 1974, κάτω από αβάσταχτες συνθήκες, με ένα καστ ηθοποιών στρατολογημένων επιτόπου. Αυτό που προκύπτει είναι ένα αξεπέραστο αριστούργημα, άνετα στην πρώτη πεντάδα των κορυφαίων στιγμών του Φανταστικού από καταβολής κινηματογράφου.
Στην πραγματικότητα, η ταινία αντανακλούσε την έκρυθμη κοινωνική κατάσταση στις ΗΠΑ, τον Πόλεμο του Βιετνάμ κατά πρώτο λόγο, αλλά και το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, με την οικογένεια των τεξανών κανίβαλων χασάπηδων να στέκεται και ως φορέας νοημάτων. Σήμερα, παραμένει έντονο και οδυνηρό. Αν και καθόλου αιματηρό, παρά τη «φήμη» του.
«POLTERGEIST». Ο Χούπερ θα γυρίσει δύο μικρής εμβέλειας θρίλερ, θα μεγαλουργήσει στην αμερικάνικη τηλεόραση με τη μίνι σειρά «Salem’s Lot» μεταφέροντας ένα κλασικό μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ και θα ριζώσει στο Χόλιγουντ το 1982, σκηνοθετώντας (για λογαριασμό του παραγωγού Στίβεν Σπίλμπεργκ) το «Πνεύμα του κακού» (Poltergeist), την ιστορία δηλαδή μιας οικογένειας που απειλείται από τις δαιμονικές υπάρξεις που στοιχειώνουν το νέο της σπιτικό. Τα γυρίσματα, επεισοδιακά. Ο Σπίλμπεργκ είναι συνεχώς παρών, πολλές φορές δίνοντας και υποδείξεις στον Χούπερ που, ναι μεν κυνηγά μια μεγάλη καριέρα, αλλά δεν σηκώνει και πολλά πολλά. «Ποιος σκηνοθετεί αυτή την ταινία;» αναρωτιέται σε ρεπορτάζ του το περιοδικό «Variety» και ο Σπίλμπεργκ «αναγκάζεται» να δημοσιεύσει ένα ολοσέλιδο κείμενο στο τεύχος της επόμενης εβδομάδας, όπου και δηλώνει πως το «Poltergeist» είναι «εξ ολοκλήρου μια ταινία του Τόμπι Χούπερ που έκανε υπέροχη δουλειά».
Εν συνεχεία, ο Χούπερ θα σκηνοθετήσει τη «Γυμνή απειλή» (1985), ένα εντελώς θεότρελο μείγμα επιστημονικής φαντασίας και ταινίας βρικολάκων, με την πεντάμορφη (και διαρκώς ολόγυμνη) Ματίλντα Μέι, ενώ το 1986 θα γυρίσει (με τη συνεργασία του Κιτ Κάρσον, που διασκεύασε σεναριακά για λογαριασμό του Βέντερς το «Παρίσι Τέξας» του Σαμ Σέπαρντ) ένα σίκουελ στον «Σχιζοφρενή δολοφόνο με το πριόνι» με πρωταγωνιστή τον Ντένις Χόπερ. Μια υστερική σάτιρα όπου η φρίκη εναλλάσσεται με τη κωμωδία –πιάνοντας απροετοίμαστους τους «φίλους» του πρώτου φιλμ. Ο Χούπερ πάντως θα παραμείνει στο «γήπεδο» του τρόμου μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε άλλα είδη, πιο «σοβαρά» όπως θα έλεγαν οι πιο «στεγνοί» των θεωρητικών. Δεν χρειάστηκε ποτέ άλλωστε: στο έργο του ακούγονται όλα όσα πρέπει να ακουστούν.