Ας μου επιτραπεί μία συναισθηματική έναρξη. Αλλά είναι συνταρακτικό για έναν γραφιά να χρειάζεται να ασχοληθεί με ένα κείμενο που πρωτογράφτηκε το 472 π.Χ. και είναι το πρώτο, στην Ιστορία του πολιτισμού της ανθρωπότητας, θεατρικό ποιητικό κείμενο. Κι όχι μόνο, να είναι ένα κείμενο που θεωρείται παγίως επίκαιρο σε όλα τα πλάτη του κόσμου (πριν από λίγα χρόνια παίχτηκε στην Κίνα, έχει παιχτεί στην Ιαπωνία, στην Κορέα, αφήνω τις ευρωπαϊκές χώρες και την Ελλάδα όπου παίζεται σχεδόν κάθε τρία χρόνια επί έναν αιώνα). Πρόκειται για τους «Πέρσες» του Αισχύλου. Και τι φράγματα δεν έχει σπάσει αυτό το κείμενο. Είναι το πρώτο σωζόμενο δράμα στην ιστορία του θεάτρου και ένα δράμα με θέμα ιστορικό και μάλιστα σύγχρονο με την παράστασή του –ενώ η θεωρία μάς λέει πως το θέατρο έχει βαθιές τις ρίζες του στη διονυσιακή θρησκεία, από αυτήν πήγασε και διονυσιακά ήταν τα θεματικά του θεμέλια.
Τα παράδοξα του ανθρώπινου πολιτισμού. Και πού είστε ακόμη. Ο ποιητής του, ο Αισχύλος, στη μεγάλη εκείνη για τον δυτικό πολιτισμό στιγμή, αφού δοκιμάζονταν δεινά τα ήθη και οι ιδέες του αντιπαλεύοντας με τα ασιατικά ήθη, ήταν ναυμάχος στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, δηλαδή στην ιστορική στιγμή που ενέπνευσε το έργο του. Κι όμως «Οι Πέρσες» δεν είναι ιστορικό δράμα, κατά τις γνωστές θεατρολογικές κωδικοποιήσεις. Αμα θες να μάθεις τα καθέκαστα, ιστορικά και τακτικά με στρατηγικές και εξοπλισμούς και απώλειες των αντιπάλων διάβασε τον Ηρόδοτο. Ο Αισχύλος έγραψε τραγωδία και είναι εξαίσιο να διαπιστώνεις ότι ο τρόπος που γράφει και επικοινωνεί εμπνέει 150 χρόνια αργότερα τον Αριστοτέλη βάσει και των «Περσών» να ορίσει την τραγική μορφή, το τραγικό ρίγος και το τραγικό αίσθημα. Και μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας και δι’ ελέου και φόβου και περαίνουσαν την κάθαρσιν, πράξιν έχουσα οικείον μέγεθος.
Είναι λοιπόν να μην αισθάνεται κανείς τυχερός τουλάχιστον που κάθε φορά καλείται να χαρεί σε αρχαίο αμφιθέατρο το αρχαιότερο και πλέον επίκαιρο ως θέμα και ηθικό πρόταγμα θεατρικό κείμενο του πολιτισμού;
Αλλά δεν τελειώσαμε.
Το θέμα της τραγωδίας είναι η Ναυμαχία της Σαλαμίνας και εμμέσως οι συνεχής ήττες των Περσών (Πλάταια, Μακεδονία κ.τ.λ.). Το εύρημα να μιλάει ο ποιητής για μια νίκη μετατοπίζοντας την υπόθεση στα μετόπισθεν του εχθρού δεν είναι του Αισχύλου, έχουν προηγηθεί «Οι Φοίνισσες» (όχι του Ευριπίδη) του Φρυνίχου, όπου θρηνείται η καταστροφή του μηδικού μεγαλείου από γυναικείο Χορό Ασιατισσών.
Αλλού είναι το μεγαλείο αυτού του αριστουργήματος. Στην ηθική του πρόθεση. Γιατί πόσοι Πέρσες είδαν τους «Πέρσες» του Αισχύλου; Εμαθαν ποτέ οι λαοί της Ασίας, οι υποταγμένοι στον Μεγάλο Βασιλέα, ότι ένας έλληνας ποιητής δραματοποιεί τον σπαραγμό των ηττημένων Περσών στη μακρινή Σαλαμίνα; Η τραγωδία παίχτηκε στην Αθήνα το 472 π.Χ. και χορηγός ήταν ο Κίμων, ο πολιτικός, συντηρητικών αρχών, αντίπαλος του νικητή της Σαλαμίνας Θεμιστοκλή. Και ο Θεμιστοκλής παρών στα έδρανα του κοίλου του Διονυσιακού Θεάτρου κάτω από την Ακρόπολη! Αντιλαμβάνεστε γιατί η τραγωδία του Αισχύλου δεν είναι πολεμικό έργο ή αντιπολεμικό. Αλλά ιδιοφυής θεατρικός στοχασμός φιλοσοφίας της Ιστορίας. Δεν απευθύνεται στους αγνοούντες την παράσταση Πέρσες ώστε να συνετιστούν. Απευθύνεται στους νικητές Αθηναίους και στους ηγέτες τους και η παράσταση είναι Παράδειγμα για να μελετηθεί ένα γνωστό και συχνά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο της Υβρεως της Ισχύος. Η τραγωδία του Αισχύλου είναι Μάθημα για μια αιώνια συνεχή ύβριν που οδηγεί τους λαούς στην καταστροφή, όταν φανατίζονται, αφιονίζονται από φιλόδοξους, επηρμένους και αστόχαστους ηγέτες.
Ο Αισχύλος το 472 π.Χ. προειδοποιεί τους αθηναίους πολίτες, ενώπιον των φιλόδοξων ηγετών όλων των παρατάξεων πού καταλήγουν οι παλικαρισμοί, οι θρασύτητες ηγετών που καβαλάνε το καλάμι και υπερβαίνουν το μέτρο. «Υβρις φυτεύει τύραννον» λέει ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα τύραννο». Ετσι ως φιντανάκια μιας μέλλουσας τυραννίδας βλέπει (και φοβάται) ο ποιητής ότι καλλιεργούνται στην Αθήνα που τους τρέφει η μωροφιλοδοξία. Τον άκουσε κανείς; Ποιος, βλέποντας τους «Πέρσες» θεατής, έβλεπε τον Ξέρξη; Τον Θεμιστοκλή έβλεπε που σε λίγο θα βρεθεί ικέτης στην περσική αυλή και θα κατοικεί σε παλάτι και θα ζει με τους φόρους που θα πληρώνουν στον πέρση ηγεμόνα οι πλούσιοι Ελληνες της πάλαι ποτέ ανθούσας αποικίας της Μαγνησίας στη Μικρά Ασία!
Στον Θεμιστοκλή και στους διαδόχους του (Αλκιβιάδη, Περικλή, Κλέωνα) απευθύνεται ο Αισχύλος και τους προειδοποιεί: Προσέξτε τον αλαζόνα Ξέρξη στο έργο μου και φυλαχτείτε μην του μοιάσετε. Ποιος τον άκουσε σε 60 χρόνια από την παράσταση όχι σε αμφιθέατρο αλλά σ’ ολόκληρη την Αθήνα, άντρες, γυναίκες, παιδιά, δούλοι με τη συνοδεία μουσικής υποχρεώθηκαν από τους Σπαρτιάτες να γκρεμίζουν τα μακρά τείχη που έχει υψώσει ο Θεμιστοκλής μετά τη Σαλαμίνα παραβιάζοντας τη συμφωνία με τους Λάκωνες να μην κάνουν εκατέρωθεν οι νικητές εξοπλισμούς. Σας θυμίζει τίποτε; Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε τη δημοφιλία των «Περσών» στην Ιαπωνία μετά τη Χιροσίμα, στην Κίνα μετά την πολιτιστική (τρομάρα του) επανάσταση του Μάο, στην Κορέα και στο Βιετνάμ αλλά και στο βομβαρδισμένο Βερολίνο και έξω από το κυβερνείο της Ουάσιγκτον επί Νίξον!
Το φινάλε των Περσών, όπου ένας ταπεινωμένος ηγεμόνας ρακένδυτος οδηγείται στα «παρασκήνια» από τον οργισμένο και θρηνούντα Χορό είναι η εικόνα του Ναπολέοντα, του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Σαντάμ Χουσεΐν, του Πολ Ποτ μετά από τις ήττες του και μέσα σε ποταμούς αιμάτων, δακρύων.
Ναι, οι «Πέρσες» του Αισχύλου δεν είναι ιστορικό δράμα είναι Στοχασμός πάνω στην Ιστορία ως αφήγηση των ύβρεων μωροφιλόδοξων ηγεμόνων και αστόχαστων, αφελών λαών. Και τώρα θα αναφερθώ στην τελευταία παράσταση των φετινών Επιδαυρίων που μαζί με την «Αλκηστιν» της Ευαγγελάτου ήταν δείγματα σοβαρής δουλειάς και έχει αυτό σημασία διότι και η Ευαγγελάτου και ο Αρης Μπινιάρης πρωτοσκηνοθετούσαν στην Επίδαυρο και σε αντίθεση με άλλους αλαζόνες πρωτάρηδες τίμησαν και την ιστορία του θεσμού και την ιστορία της αναβίωσης του αρχαίου δράματος με σύγχρονη σκηνική γλώσσα, χωρίς είτε να κοροϊδεύουν είτε να συκοφαντούν το κείμενο μέσω μιας σκηνικής γκριμάτσας. Ο Μπινιάρης χρησιμοποίησε τη δοκιμασμένη από τον Κουν μετάφραση του Μουλλά και ζήτησε τη συνδρομή του έξοχου φιλόλογου καθηγητή Στεφανόπουλου ώστε οι ηθοποιοί του να κατανοήσουν μέσω της μετρικής τη μουσική, όπως απέδειξε ο Νίτσε, φόρμα της τραγωδίας.
Μέσα σ’ ένα έξοχο σε σύλληψη σκηνικό «γλυπτό» του Κωνσταντίνου Λουκά απλώθηκε ο ασιατικός θρήνος της ήττας. Δεν θα συμφωνήσω με τα κοστούμια της Ελ. Τζιρκαλλή, χωρίς πιθανόν να φταίει. Ο Χορός των Περσών είναι γέροντες προύχοντες, όχι παλικαράκια αεικίνητα, όπως το θέλησε η σκηνοθεσία και τα καθοδήγησε η χορογραφία της Λίας Χαράκη. Ενα αρνητικό στοιχείο της παράστασης ήταν η γενικευμένη χρήση μικροφώνων. Προσβολή για τη μεγάλη παράδοση μεγάλων υποκριτών και κυρίως προσβολή στον ίδιο τον χώρο που είναι ένα θαύμα ακουστικής χοάνης.
Από κει και πέρα μόνο θετικά σχόλια έχω για την παράσταση. Και πρώτα το ότι ο σκηνοθέτης δεν περιέκοψε τα 100 περίπου ονόματα στο κείμενο του Αισχύλου των πεσόντων Περσών ενώ δεν ακούγεται ούτε ένα ελληνικό όνομα της δημοκρατικής πόλεως. Εξαίρονται ονομαστικά οι πεσόντες ενός αυταρχικού μαζικού κράτους τυφλών υπηκόων.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στις καλύτερες στιγμές μιας αφομοιωμένης και τίμιας πείρας που υπηρετήθηκε με αφοσίωση. Ο Νίκος Ψαρράς (Δαρείος) λιτός, σεμνός και βαθιά πονεμένος ηγέτης, προδομένος πατέρας και προδομένος κληροδότης. Ο Χάρης Χαραλάμπους (άγγελος) θαυμάσιος και εντός των επικών προδιαγραφών του ρόλου. Δεν θα συμφωνήσω με την ερμηνεία του Ξέρξη του Αντώνη Μυριαγκού. Είχε μια κατασκευασμένη αποστασιοποίηση και μια προκλητικότητα που δεν έχει το ήθος του ποιητή. Ο Χορός από τους καλύτερους των τελευταίων ετών με κορυφαίο τον σκηνοθέτη, ο οποίος εκτός από χορωδός, σκηνοθέτης, είναι και μουσικός, μιας μουσικής που παράγεται, όπως εξάλλου και η αισχύλεια, από τη μουσική της γλώσσας και των ήχων της. Αξιοπρόσεκτη συμβολή στο μεγάλο πρόβλημα της τραγικής ερμηνευτικής.
Μετάφραση:
Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθεσία/Μουσική δραματουργία:
Αρης Μπινιάρης
Μετρική διδασκαλία:
Θεόδωρος Στεφανόπουλος
Σκηνικά:
Κωνσταντίνος Λουκά
Κοστούμια:
Ελένη Τζιρκαλλή
Κινησιολογία:
Λία Χαράκη
Σχεδιασμός φωτισμών:
Γεώργιος Κουκουμάς
Ερμηνείες: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χάρης Χαραλάμπους, Νίκος Ψαρράς, Αντώνης Μυριαγκός κ.ά.
Πού:
Τελευταία παράσταση στις 30/8 στο Ηρώδειο