«Η πριγκίπισσα που επινοήσαμε για να συμπληρώσουμε το κενό μας δεν είχε καμία σχέση με κανένα πραγματικό πρόσωπο» γράφει η Χίλαρι Μαντέλ στη βρετανική «Γκάρντιαν», με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο της Νταϊάνας σε τροχαίο δυστύχημα στη γέφυρα Αλμα στο κέντρο του Παρισιού (31 Αυγούστου). Η Μαντέλ είναι η πρώτη συγγραφέας που τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο Man Booker (2009 και 2012), για τα μυθιστορήματά της με θέμα τη μορφή του Κρόμγουελ «Γουλφ Χολ» και «Γεράκια» (αμφότερα από τον Πάπυρο). Στο μακροσκελές κείμενό της προσεγγίζει με «λοξό», λογοτεχνικό τρόπο τον μύθο της πριγκίπισσας, ανατρέχει στα γεγονότα της ζωής της, επανερμηνεύει τις συνεντεύξεις της, σχολιάζει τις δηλώσεις των οικείων της προκειμένου να διατυπώσει τα δικά της συμπεράσματα.

H µεταµόρφωση

Η χαρισματική συγγραφέας των ιστορικών μυθιστορημάτων της αυλής του Ερρίκου Η’ διοχετεύει την οξεία παρατηρητικότητά της στην ερμηνεία της συμπεριφοράς των μελών του αγγλικού θρόνου έως τις ημέρες μας. Το κείμενό της μάλιστα για τη μεταμόρφωση της άδολης Νταϊάνας Σπένσερ σε είδωλο των πολλών δημοσιεύεται λίγες ημέρες μετά την κριτική της για τον τρόπο με τον οποίο τα μίντια σχολιάζουν τις εμφανίσεις της Κέιτ Μίντλτον, πριγκίπισσας της Ουαλίας. «Ως τρίτη κόρη ήταν ίσως η απογοήτευση της οικογένειας.

Το προηγούμενο παιδί, ένας γιος, είχε πεθάνει μέσα σε λίγες ώρες από τη γέννησή του και ο Σπένσερ με τη σύζυγό του Φράνσις έπρεπε να προσπαθήσουν ξανά για κληρονόμο. Οπως θα έλεγε και ένας ψυχαναλυτής της θεωρίας του Καρλ Γιουνγκ, τα ανεπιθύμητα ή περιττά παιδιά έχουν δυσκολία να ενσωματωθούν. Παραμένουν “αερικά”, εκτεθειμένα στη μοίρα. Αργότερα η Φράνσις εγκατέλειψε παιδιά και σύζυγο, ενώ ο πατέρας της Νταϊάνας ξαναπαντρεύτηκε χωρίς να το πει στα παιδιά του. Λέγεται ότι η Νταϊάνα εξέφρασε την άποψή της σπρώχνοντας τη μητριά της από τη σκάλα… Χρειάζεται πολλή τεχνογνωσία και ιδρώτας πίσω από τη σκηνή για να μεταμορφώσεις τη Σταχτοπούτα από καμαριέρα σε καλλονή.

Τα παραμύθια δεν περιγράφουν την ημέρα μετά τον γάμο, όταν η νεαρή σύζυγος χαμένη στους διαδρόμους του ανακτόρου βλέπει την πρισματική αντανάκλασή της και πανικόβλητη κάνει κύκλους αναζητώντας έναν καθρέφτη να αναγνωρίζει το είδωλό της. Η ανήσυχη αμηχανία του πρίγκιπα Καρόλου φαίνεται να κρύβει μια αδιαφορία για το τι σημαίνει ο γάμος. Οι εμπειρίες της Νταϊάνας, κόρης μιας προσγειωμένης οικογένειας, δεν ήταν αρκετές για το παλάτι του Μπάκιγχαμ. Οπως άλλοτε το ανάκτορο του Σέμπρουν δεν είχε προετοιμάσει την έφηβη Μαρία Αντουανέτα για τις Βερσαλλίες. Ηταν η καταγγελία της Νταϊάνας ότι κανείς δεν τη βοήθησε στην ανάγκη της. Αν η Νταϊάνα φανταζόταν τον εαυτό της ως μεγαλοπρεπή, κατακτητικό, βασίλισσα, είχε τα μέσα να μεταστρέψει την ονειροπόλησή της σε πραγματικότητα. Η Νταϊάνα υποστήριξε ότι η ίδια και ο πρίγκιπας συναντήθηκαν μόνο 13 φορές πριν από τον γάμο τους. Εκείνη την εποχή έδειχνε να μοιράζεται τα οράματα και τις ανησυχίες του. Πρέπει να ήταν παιχνιδάκι για εκείνη που πάντα ανησυχούσε θέλοντας να ευχαριστεί τον άλλον: μια ειλικρινής ματιά, μια ντροπαλή παύση, και η δουλειά είχε γίνει».

Η λατρεία και ο φόβος

Η Νταϊάνα αναμφισβήτητα ήταν πολύ ντροπαλή, γράφει η Μαντέλ, σίγουρα άπειρη και ασχημάτιστη: ένα σκεύος, κατάλληλο όχι μόνο για κληρονόμους αλλά και τις προβολές των άλλων. Μετά τον γάμο είχε αποκτήσει τόση δύναμη όση δεν είχε ποτέ φανταστεί. Αναζητούσε μια περιποίηση, ιδιωτικού χαρακτήρα: να λατρεύεται από τον πρίγκιπά της, να είναι σεβαστή στους υπηκόους της. «Δεν θα μπορούσε να φανταστεί πόσο ανυπόφορο θα ήταν το κοινό, όταν η ζήτηση γι’ αυτήν είχε ανατραπεί από τα μίντια και από τη δική της τακτική. Στον κύκλο της δεν υπήρχαν σταθεροί μάρτυρες της δικής της πραγματικότητας. Μόνο όσοι, λόγω του επαγγέλματός τους, δημιουργούσαν μυθεύματα, υπερβάλλοντας συναισθηματικά, εκμεταλλευόμενοι τις παιδαριώδεις ανάγκες του έθνους. Και εξίσωναν την Ιστορία με τους τίτλους μερικών οικογενειών. Είχε την αίσθηση της ικανότητάς της να είναι πριγκίπισσα και της ανικανότητάς της για οποιονδήποτε άλλο ρόλο. Αλλά δεν είχε καμία αίσθηση της Ιστορίας, στην οποία πλέον είχε και εκείνη ενσωματωθεί. Είχε πει ότι στην αρχή φοβόταν τα πλήθη που συγκεντρώθηκαν για να τη λατρεύουν. Μετά άρχισε να τα τροφοδοτεί…».

Το 1992 ο Κάρολος και η Νταϊάνα χώρισαν. Το 1996 ο νεκρός γάμος τους θάφτηκε. Αυτό δεν ήταν μέσα στις διαπραγματεύσεις που έκαναν κατά τις 13 συναντήσεις τους. Βρέθηκε απομονωμένη από τα άλλα αδιάφορα βασιλικά μέλη. «Ενιωθε παραμελημένη, εγκλωβισμένη από την ερωτευμένη κυρία Πάρκερ Μπόουλς. Βρήκε “συγγένεια”, είπε, με τους απορριφθέντες. Σύμφωνα με την ίδια, είχε αρχίσει να εργάζεται για να μειώσει τον πόνο μέσα στον κόσμο. Ο μύθος λέει ότι έδειξε στον κόσμο πως ήταν ασφαλής η χειραψία με έναν φορέα του AIDS. Οποιαδήποτε χειρονομία από την Νταϊάνα άξιζε χρόνια δημόσιας εκπαίδευσης και εκατομμύρια χρηματοδότησης. Συναναστράφηκε τη μητέρα Τερέζα φορώντας δημιουργίες υψηλής ραπτικής. Κινήθηκε προς εκείνους που υπέφεραν αντί να τους αποφεύγει. “Οταν οι άνθρωποι πεθαίνουν”, είχε πει, “είναι πολύ πιο ανοιχτοί, πιο ευάλωτοι, πολύ πιο πραγματικοί από τους άλλους ανθρώπους, και αυτό το εκτιμώ”.

Μέσα στους αδύναμους η Ντάϊανα ανακτούσε δυνάμεις και μεταμορφωνόταν σε Αμαζόνα έτοιμη για μάχη. Ηξερε ότι οι τρομακτικές ασθένειες δεν θα τη σκότωναν. Στην εκστρατεία που έκανε για τα ναρκοπέδια πέρασε μέσα από εκρηκτικό έδαφος.

Σαν αγέλαστη Σφίγγα

Το ξανθό κεφάλι της έλαμπε σαν αστραπή από το πουθενά. Στα τέλη του 1995, στη συνέντευξή της στο περιοδικό “Panorama”, είχε αναπτύξει μια συνήθεια να μιλάει για τον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο. Σαν Σφίγγα, αγέλαστη και μακιγιαρισμένη ως πονεμένη ύπαρξη, παρουσίαζε τον εαυτό της ταυτόχρονα ως θύμα και ως δυνατό άνθρωπο. Παρόλο που μιλούσε αρκετά ξεκάθαρα, είχε τον μυστηριώδη αέρα ενός που αναγκάστηκε να επικοινωνήσει με αινίγματα.Δεν έχει σημασία να πούμε ότι η ζωντανή Νταϊάνα δεν έμοιαζε με την Νταϊάνα νεκρή. Τα πλήθη δεν είχαν παραπλανηθεί για ό,τι είχαν χάσει. Δεν πένθησαν κάτι τέλειο, αλλά κάτι που ήταν ατελές» επισημαίνει η Χίλαρι Μαντέλ.

Από την πρώτη εμφάνισή της στο κοινό, η Νταϊάνα έγινε στόχος εκμετάλλευσης για χρήματα, για συγκινήσεις, για γέλια. «Δεν ήταν άγια ή επαναστάτρια που χρειάζεται τη μετά θάνατον βοήθειά μας. Ηταν μια νεαρή γυναίκα που πίστευε ότι χαλάρωνε με δελφίνια, όταν κολυμπούσε ανάμεσα σε καρχαρίες. Ομως, ως φαινόμενο, ήταν μεγαλύτερη από όλους μας: αναγεννημένη μέσα από τις εποχές, πάντα επιθυμητή και ποτέ αποκτημένη. Ηταν η Λευκή Θεά που περιγράφει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, η λεπτή ύπαρξη με τη γαμψή μύτη και τα καταπληκτικά μπλε μάτια. Η ύπαρξη που διαμορφώνει τα πράγματα, παρθένος, αλλά και τιμωρός. Ηταν το λευκό ελάφι του Τόμας Ουάιατ, που ξεφεύγει στο σκοτεινό δάσος. Ηταν το πλάσμα “ζωγραφισμένο και καταραμένο και νεανικό και εύθραυστο”, που περιγράφει στο ποίημά της η Στίβι Σμιθ: “Αναρωτιέμαι γιατί φοβάμαι τόσο πολύ / Αυτό που σίγουρα δεν έχει σύγχρονο άγγιγμα;”».