Εχω διατυπώσει πολλές φορές την άποψη ότι ο εμπλουτισμός του ισχύοντος αντιπροσωπευτικού συστήματος με θεσμούς άμεσης λαϊκής συμμετοχής θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην τόνωση των κουρασμένων αντανακλαστικών της σύγχρονης δημοκρατίας και να αποτελέσει αποτελεσματικό αντίβαρο σε φαινόμενα απολιτικοποίησης και παθητικοποίησης των πολιτών. Ιδίως, δε, θα αποτελούσε μια ουσιαστική δημοκρατική απάντηση στη λογική των «τεχνικών της εξουσίας», οι οποίοι επιμένουν να ομιλούν συχνά στο όνομα του ελληνικού λαού, αλλά ερήμην του.
Ωστόσο, μια τέτοια ενεργοποίηση θεσμών άμεσης λαϊκής συμμετοχής τελεί υπό δύο απαρέγκλιτες προϋποθέσεις:
Πρώτον, ότι θα χρησιμοποιούνται μόνον εφόσον τους προβλέπει το Σύνταγμα και,
δεύτερον, ότι θα αποβλέπουν πράγματι στη γνήσια έκφραση και όχι στην προσχηματική και δημαγωγική επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας ή, με άλλα λόγια, ότι δεν θα υποτάσσονται σε αυτό που ονομάσαμε πριν από αρκετά χρόνια με τον συνάδελφο Κώστα Παπαδημητρίου (σε κοινό μας άρθρο στο «Βήμα») «συνταγματικό λαϊκισμό».
Δυστυχώς η παρούσα κυβέρνηση έχει μια ακατάσχετη ροπή στον συνταγματικό λαϊκισμό. Αυτό φάνηκε εν πρώτοις περίτρανα στο «δημοψήφισμα» που διοργάνωσε πριν από το τελευταίο Μνημόνιο (το οποίο παραβίασε κάθε εγγύηση γνησιότητας αλλά και αποτέλεσε μνημείο πολιτικής υποκρισίας). Επιβεβαιώνεται δε και σήμερα, με τη συνεχή συντήρηση της συζήτησης περί συνταγματικού δημοψηφίσματος (το οποίο μάλιστα, παλαιότερα, συνδεόταν και με «συντακτική συνέλευση», η οποία, ως γνωστόν, μπορεί να συγκληθεί είτε ύστερα από πραξικόπημα είτε ύστερα από επανάσταση….).
Το πρώτον λοιπόν που πρέπει να τονισθεί, ρητά και κατηγορηματικά, είναι ότι συνταγματικό δημοψήφισμα δεν προβλέπεται από το ισχύον Σύνταγμα, το οποίο (στο άρθρο 110) προβλέπει την αναθεώρησή του αποκλειστικά και μόνο από τη Βουλή, με έμμεση έκφραση πάντως λόγω των παρεμβαλλόμενων εκλογών και της λαϊκής κυριαρχίας.
Πέρα από αυτό, όμως, ούτε η άλλη εκδοχή που έχει ακουστεί, δηλαδή το να τεθούν εκ των προτέρων υπό τη λαϊκή κρίση διάφορες προτάσεις για να συμπεριληφθούν στη συνέχεια στην πρόταση της συνταγματικής αναθεώρησης, δείχνει θεσμική σοβαρότητα. Αφενός μεν γιατί αυτό που υπονοείται είναι να εφαρμοστεί ένα υποκατάστατο συνταγματικού δημοψηφίσματος, με καταχρηστική αξιοποίηση του άρθρου 44 του Συντάγματος (το οποίο προβλέπει, σε άλλη λογική, δημοψήφισμα για σοβαρό εθνικό θέμα). Αφετέρου, δε, διότι όποιο και να είναι το αποτέλεσμα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να δεσμεύσει σε καμία περίπτωση τους βουλευτές, οι οποίοι θα ψηφίσουν για την αναθεώρηση διαθέτοντας, κατά το Σύνταγμα, «απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση» (άρθρο 60).
Ελπίζω λοιπόν και εύχομαι να υπάρξουν δεύτερες σκέψεις στην κυβέρνηση και να πάρει απόσταση από τέτοιες θεσμικές αλχημείες, οι οποίες και το Σύνταγμα θα παραβιάσουν, αλλά και τη λαϊκή συμμετοχή θα (ξανα)γελοιοποιήσουν…
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών