Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν θα έμαθε μάλλον ποτέ ότι κάποτε μια δημοσιογράφος τον χαρακτήρισε «σακάτη» στα σόσιαλ μίντια κι ότι μια άλλη το βρήκε τόσο αστείο, ώστε από τα γέλια κόντεψε να της βγει η κόκα κόλα από τη μύτη.
Οχι πως θα άλλαζαν και πολλά. Ακόμη και χωρίς αυτή την αντιαισθητική πρόζα, είχε μαζέψει αρκετό υλικό για να γίνει αυτό που είναι: όχι μόνο ο άνθρωπος που απολαμβάνει να τον μισούν, αλλά κι εκείνος άνθρωπος που όταν στερείται αυτό το μίσος, σπεύδει να το τροφοδοτήσει με δηλητηριώδεις δόσεις πλάκας.
Η τελευταία από αυτές είναι η βεβαιότητά του ότι οι Ελληνες θα του στήσουν μια μέρα άγαλμα αναγνωρίζοντας τα οφέλη από τη δική του επιμονή στις μεταρρυθμίσεις. Το λέει ενώ γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να γίνει ούτε στενοσόκακο. Και το λέει όχι ως κάποιος που δεν θέλει να γελάσει τελευταίος με την κόκα κόλα στη μύτη, αλλά ως κάποιος που θέλει να γελάει πάντα.
Το αίτημα ωστόσο παραμένει. Οπως και το ερώτημα. Ποιος ωφελήθηκε τόσο για να του στήσει μια μέρα άγαλμα; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: το κόμμα που κατασκεύαζε εχθρούς ως αντιπολίτευση και εξακολουθεί να κατασκευάζει εχθρούς ως κυβέρνηση. Ο Σόιμπλε δεν ανήκει πια σε αυτούς. Κανείς δεν τον ντύνει πια με τη στολή των Ναζί.
Ναζί τώρα είναι οι Εσθονοί ή όσοι επιμένουν να λένε πως η αναγνώριση ενός φονικού ολοκληρωτισμού δεν σημαίνει την εξίσωσή του με έναν άλλον. Κι όπως και τότε, έτσι και τώρα δεν έχει καθόλου πλάκα.