Στα μέσα του περασμένου Ιουλίου η γαλλική εφημερίδα «Λιμπερασιόν» έθετε με τον πρωτοσέλιδο τίτλο της ένα ερώτημα: «Πρέπει να ρίξουμε στην πυρά τους δημοσιογράφους;». Στον υπότιτλο έθετε ακόμη ένα: «Γιατί όλο αυτό το μίσος;». Το βράδυ της Παρασκευής τα δυο ερωτήματα ξεπετάχτηκαν ανάμεσα σε μπογιές, σπασμένες τζαμαρίες και τρομοκρατημένους εργαζομένους από την επίθεση στο κτίριο του ΔΟΛ. Και τέθηκαν με ακόμη πιο επιτακτικό τρόπο.
Γιατί το μίσος δεν ήταν λεκτικό. Ηταν το μίσος της βαριοπούλας.
Από πού παράγεται λοιπόν αυτό το μίσος; Ποια είναι η μήτρα του και ποιος το υποθάλπει; Ποιος διακινεί το μίσος δείχνοντας με το δάχτυλο όταν δεν το κουνάει με τον φανατισμό του ιεροκήρυκα; Και ποιος σιωπά όταν εκδηλώνεται με έναν τόσο βίαιο τρόπο; Οι απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα γίνονται πιο σαφείς εάν σταθεί κανείς σε αυτό το τελευταίο. Σε αυτή την εξίσου βίαιη σιωπή της εξουσίας για την επίθεση σε ένα μέσο ενημέρωσης. Στο δειλό ψέλλισμα ενός non paper του πρωθυπουργικού γραφείου με το οποίο παρέχεται το αναληθές ελαφρυντικό στους δράστες της «καταδικαστέας» επίθεσης ότι το κτίριο ήταν άδειο, ενώ τους οπλίζει και πάλι το χέρι –εμείς οι δημοσιογράφοι «έχουμε μάθει να εκτελούμε συμβόλαια» γράφει και άρα δεν έχουμε «και πολλά περιθώρια για δημοσιογραφία».
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Μεταπολίτευσης που η εξουσία τροφοδοτεί το μίσος της βαριοπούλας. Που δίνει άλλοθι και κίνητρα σε ανθρώπους οι οποίοι δεν θέλουν απλώς να ρίξουν τους δημοσιογράφους στην πυρά της κριτικής, όπως έλεγε η «Λιμπερασιόν». Αλλά να τους ανοίξουν τα κεφάλια.