Η δήλωσή του στην Γκάρντιαν είναι δραματική: «Η Ελλάδα έχει δεχθεί τόσο πολλούς πρόσφυγες, έχει δεχθεί τόσο μεγάλη πίεση, ώστε το να δεχθεί κι άλλους θα ήταν παράλογο, θα ήταν ανέκδοτο αν δεν αποτελούσε μια τόσο μεγάλη τραγωδία». Η αλήθεια όμως είναι ότι η Ελλάδα θα δεχθεί κι άλλους πρόσφυγες. Τόσο από την Τουρκία, που ανοίγει τη στρόφιγγα για να εκβιάσει την Ευρώπη, όσο και από την υπόλοιπη Ευρώπη, που ενεργοποιεί το άρθρο της Συνθήκης Σένγκεν για τη χώρα της πρώτης υποδοχής. Και ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής ομολογεί ανοιχτά ότι δεν ξέρει ούτε πού θα μείνουν αυτοί οι άνθρωποι ούτε αν θα φύγουν ποτέ από την Ελλάδα. Το μόνο που μπορεί να βεβαιώσει είναι ότι οι δομές φιλοξενίας πληρούν τα ευρωπαϊκά κριτήρια. Αλλά δεν πείθει κανέναν.
Θα ήταν άδικο να κατηγορηθεί αποκλειστικά ο Γιάννης Μουζάλας γι’ αυτό το σύγχρονο ευρωπαϊκό σκάνδαλο που λέγεται διαχείριση της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης. Γιατί αν το βραβείο ανικανότητας το διεκδικεί με αξιώσεις εκείνος –γι’ αυτό άλλωστε η Ελλάδα δεν καλείται πλέον στις διεθνείς συναντήσεις με αυτό το αντικείμενο -, για το βραβείο υποκρισίας οι υποψήφιοι είναι πολλοί. Και όχι μόνο στην Ελλάδα.
Εδώ έχουμε τους αφελείς, που θεωρούσαν ότι το πρόβλημα λύνεται με ένα μείγμα καλοσύνης και κουτοπονηριάς. Τους κυνικούς, που νόμιζαν ότι θα χρησιμοποιήσουν τους απόβλητους για να πετύχουν καλύτερες οικονομικές συμφωνίες με τους εταίρους, κι όταν κατάλαβαν την πλάνη τους απείλησαν να εκδικηθούν στέλνοντάς τους να τρομάξουν τις γυναίκες της Ευρώπης. Τους επικίνδυνους, που είτε από σκοπιμότητα είτε από άγνοια επιμένουν να συνδέουν τη μετανάστευση με την τρομοκρατία.
Απογοητευτική όμως είναι η στάση και πολλών πολιτικών στην Ευρώπη. Δεν μιλάμε βέβαια για τον Ορμπαν ή τον Κατσίνσκι, που από την αρχή έδειξαν τις ανθρωποφαγικές τους διαθέσεις, αλλά για εκείνους που κάποια στιγμή ξεχώρισαν. Την Ανγκελα Μέρκελ, που φαίνεται να μετάνιωσε για τη γενναιοδωρία της –έρχονται κι εκλογές σε έναν μήνα –και όχι μόνο στέλνει πίσω πρόσφυγες στην Ελλάδα, προκαλώντας την οργή των ανθρωπιστικών οργανώσεων, αλλά σταματά και το προγραμματισμένο σμίξιμο οικογενειών στο γερμανικό έδαφος. Ή τον Τζάστιν Τριντό, που είχε δηλώσει ότι ο Καναδάς είναι ένα ασφαλές καταφύγιο για όσους φοβούνται την απέλασή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και τώρα που 250 άνθρωποι διασχίζουν κάθε μέρα τα σύνορα με τα πόδια αρχίζει να υιοθετεί πιο αυστηρούς τόνους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάκριση μεταξύ προσφύγων και οικονομικών μεταναστών είναι απαραίτητη, η Δύση δεν μπορεί να δέχεται πλέον τους δεύτερους. Είναι επίσης σαφές ότι όσοι ζητούν άσυλο στη Δύση πρέπει να είναι διατεθειμένοι να δεχθούν τις αξίες της. Στα νερά της Χίου ή του Εβρου, όμως, αυτά τα αυτονόητα δεν έχουν και πολύ νόημα. Προέχει η ζωή των ανθρώπων.