Προ ημερών, ο Τζέιμς Κάμερον και η Πάτι Τζένκινς διασταύρωσαν τα ξίφη τους με αφορμή το «Wonder Woman», την τελευταία ταινία της σκηνοθέτριας. «Είναι ένα βήμα προς τα πίσω» δήλωσε χοντρικά ο μεν, αναφερόμενος στη μεταχείριση που επεφύλασσε το υπερηρωικό φιλμ στους γυναικείους χαρακτήρες, ενώ η δε ανταπάντησε ότι η ανικανότητα του επικριτή της να αντιληφθεί την ουσία του έργου οφείλεται στο ότι, αν και καλός σκηνοθέτης, «δεν είναι γυναίκα». Η διαφωνία τους δεν ήταν βέβαια μόνο καλλιτεχνικής φύσεως: αντανακλούσε το πώς αντιλαμβανόταν έκαστος τη φεμινιστική ματιά στο σινεμά. Ούτε όμως ήταν η πρώτη φορά που δύο σκηνοθέτες καβγάδιζαν δημοσίως για κάποιο λιγότερο ή περισσότερο κινηματογραφικό ζήτημα.
Υπήρχε μια περίοδος που οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι. Πριν σκηνοθετήσουν τις δικές τους ταινίες, έγραφαν στο επιδραστικό «Cahiers du Cinema». Με τον καιρό όμως απομακρύνθηκαν. Στη δεκαετία του ’70 ο Γκοντάρ έγινε ακόμα πιο πολιτικός, ενώ ο Τριφό έκανε, σύμφωνα με μερικούς, ταινίες κάπως εμπορικές. Η «Αμερικανική νύχτα» του δεύτερου, όπου ο Τριφό υποδυόταν έναν σκηνοθέτη που προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα μελόδραμα, κέρδισε το 1974 το Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Η ένταση μεταξύ τους αυξήθηκε. Ο Γκοντάρ έστειλε ένα γράμμα στον Τριφό, επιπλήττοντάς τον για παραπλανητική περιγραφή της δημιουργίας ενός φιλμ, ενώ με δική του επιστολή ο Τριφό του αποκρίθηκε ότι φέρεται άσχημα εδώ και χρόνια. Δεν συμφιλιώθηκαν, μετά τον θάνατο όμως του Τριφό, το 1984, ο Γκοντάρ δήλωσε κάτι του στυλ «ξεσκίζαμε ο ένας τον άλλο λίγο λίγο, από φόβο μήπως κάποιος φαγωθεί πρώτος».
Τιμ Μπάρτον
– Κέβιν Σμιθ
Ολα ξεκίνησαν το 2001, όταν ο σκηνοθέτης και κομίστας Κέβιν Σμιθ («Clerks», «Ο Ζακ και η Μίρι γυρίζουν πορνό») παρατήρησε ότι στο φινάλε της κατά Μπάρτον εκδοχής του «Πλανήτη των πιθήκων» υπήρχε ένα πιθηκόμορφο άγαλμα του Αβραάμ Λίνκολν: του θύμισε έντονα ένα δικό του σχέδιο από παλιότερο κόμικ του. Δήλωσε ότι σκέφτεται να κινηθεί νομικά, έπειτα αναδιπλώθηκε λέγοντας ότι επρόκειτο για αστείο, ο Μπάρτον όμως δεν γέλασε και πολύ. «Οποιος με γνωρίζει, ξέρει ότι ποτέ δεν θα διάβαζα κόμικς» είπε. «Κάτι που εξηγεί τον “Μπάτμαν”» επανήλθε ο Σμιθ. Και κάπου εκεί η αντιπαράθεση άρχισε να ξεθυμαίνει. Ο μόνος που τη θυμάται στη χάση και στη φέξη είναι ο Σμιθ, ο οποίος και την ξεκίνησε.
Βέρνερ Χέρτσοκ
– ΕΪμπελ Φεράρα
Για τον Χέρτσοκ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά: η φιλία και η συνεργασία του με τον Κλάους Κίνσκι ήταν τόσο στενή, που λέγεται ότι κάποτε ο σκηνοθέτης προσπάθησε να κάψει το σπίτι του ηθοποιού ενώ εκείνος κοιμόταν μέσα. Η φιλονικία του με τον Εϊμπελ Φεράρα μοιάζει, συγκριτικά, με παιδικό τσακωμό. Οταν ο Φεράρα έμαθε ότι ο Χέρτσογκ ετοιμάζει κάτι σαν σίκουελ ή ριμέικ του δικού του «Bad Lieutenant» (και, όπως θρυλείται, όταν πληροφορήθηκε ότι τα χρήματα αυτής της παραγωγής θα ήταν περισσότερα), έγινε Τούρκος. Σε συνέντευξή του είπε για τον Χέρτσογκ και τους παραγωγούς πράγματα όπως «ας καούν στην κόλαση». Ο Χέρτσοκ δεν το άφησε να πέσει κάτω: «Δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο Εϊμπελ Φεράρα. Αφήστε τον όμως να κυνηγάει ανεμόμυλους, σαν τον Δον Κιχώτη» είπε. Τελικά, εθεάθησαν συμφιλιωμένοι λίγο καιρό αργότερα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο.
Λαρς φον Τρίερ
– Νίκολας Γουίντιγκ Ρεφν
Αν και γνωρίζονται εδώ και πολλά χρόνια (ο πατέρας του Ρεφν έκανε το μοντάζ σε κάμποσες ταινίες του Τρίερ), η σχέση τους έχει περάσει από σαράντα κύματα. Το μεγαλύτερο έσκασε βεβαίως το 2011 στις Κάνες, όταν ο Τρίερ, στη συνέντευξη Τύπου για το «Melancholia», πέταξε εκείνο το αποτυχημένο αστείο περί καταγωγής του από τους Ναζί: ο Ρεφν, όπως και πολλοί άλλοι, είχαν ασκήσει κριτική στον σκηνοθέτη, ο οποίος με τη σειρά του απάντησε ειδικά για τον συμπατριώτη συνάδελφό του με τη φράση «Fuck him!» και το παράπονο ότι θα έπρεπε να τον είχε υπερασπιστεί. Με τα πολλά τα βρήκανε, τουλάχιστον μέχρι πριν από έναν χρόνο, όταν ο Ρεφν αποκάλυψε μερικές ερωτικές ατασθαλίες του Τρίερ που είχαν ως στόχο τη γυναίκα του.
Σπάικ Λι
– Κουέντιν Ταραντίνο
Καιρό πριν η κριτική στον συστημικό ρατσισμό του Χόλιγουντ οδηγηθεί ακόμα και σε υπερβολές, υπήρχε ένας σκηνοθέτης, Αφροαμερικανός στην καταγωγή, που καιγόταν για κάτι τέτοια με το παραπάνω. Ο Σπάικ Λι είχε κάνει ταινίες όπως το «Bamboozled» ήδη από το 2000, ενώ είχε κατσαδιάσει δημοσίως ομοτέχνους που, κατά τη γνώμη του, είχαν λερωμένη τη φωλιά τους. Περισσότερο από όλα φαίνεται πως δεν κατανοούσε την εμμονή του Κουέντιν Ταραντίνο με την αφροαμερικανική κουλτούρα και τη συχνή χρήση της λέξης «νέγρος» στα σενάριά του. Ειδικά λίγο πριν βγει στις αίθουσες ο «Django, o τιμωρός», ο Λι τουτίταρε ότι «ο θεσμός της δουλείας στην Αμερική δεν ήταν ένα σπαγκέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε». Ο Ταραντίνο τον χαρακτήρισε «son of a bitch», θυμίζοντας σε πολλούς και ένα παρόμοιο περιστατικό του παρελθόντος, όπου ο Κλιντ Ιστγουντ, απαντώντας στην κριτική του Λι για την ταινία «Οι σημαίες των προγόνων μας» (που δεν εξήρε αρκετά τη συμβολή των Αφροαμερικανών), είχε αποκριθεί με τη φράση «shut your face».