Το «Δεν υπάρχουν ειδήσεις τον Αύγουστο» του Ουμπέρτο Εκο μοιάζει να ανήκει σε παρελθούσες εποχές, εκτός κι αν δεν είναι είδηση για την ελληνική κοινωνία τουλάχιστον όσα συνέβησαν στην πολιτική σκηνή τον μήνα αυτόν ή το γεγονός, για παράδειγμα, ότι σε δυο διαφορετικά, εξαιρετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους νησιά συναντούσες ένα σνακ μπαρ με την ονομασία Το Μπαστούνι του Αγίου και μια ταβέρνα με την ονομασία Μπινελίκια. Το εντυπωσιακό ωστόσο δεν είναι οι ονομασίες αυτές καθαυτές όσο η «σύμπτωση» που υπάρχει ώστε δυο άνθρωποι εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους –όπως οι επιχειρηματίες του σνακ μπαρ και της ταβέρνας –να πιστεύουν ως εξαιρετικά ελκυστικές, και επομένως προσοδοφόρες, δυο ονομασίες που για διαφορετικούς λόγους η καθεμία είναι εξαιρετικής φτήνειας.
Βεβαίως, αν διέσχιζε κανείς απ’ άκρου εις άκρον την Ελλάδα, θα μπορούσε να προσθέσει το λιγότερο άλλες εκατό ονομασίες αντίστοιχης υφής, με κορυφαία ίσως την ονομασία μιας ταβέρνας στην Ηπειρο που ούτε λίγο ούτε πολύ είναι Μασουλερί, ενώ φαίνεται σε τίποτε να μην έχει θίξει τη διάρκειά της η τόσο αηδιαστική αυτή εκφραστική επιλογή. Οσο κι αν θα δυσκολευόταν κανείς να δώσει μια απάντηση στο ερώτημα γιατί να «βυζαντινολογεί» με το ν’ ασχολείται με θέματα που, αν και προϋποθέτουν μια διαφθορά της γλώσσας, σε τελευταία ανάλυση κανείς δεν έπαθε μια ανεπανόρθωτη ζημιά με την κατίσχυση της διαφθοράς για δεκαετίες και σε πρώτο μάλιστα πλάνο, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για δυο τουλάχιστον πράγματα: για το ποια γνώμη θα πρέπει να έχουν οι επιχειρηματίες των ομώνυμων μαγαζιών για τους ανθρώπους που τους τιμούν ή πρόκειται να τους τιμήσουν ως πελάτες ώστε να πιστεύουν πως τόσο προσβλητικές ονομασίες μπορεί να λειτουργήσουν ως κράχτες και, δεύτερον, τι είδους εμπιστοσύνη μπορεί να δημιουργήσει ως προς τα πωλούμενα παρασκευάσματά του ένας χώρος, όταν μια τόσο κατάφωρη έλλειψη σεβασμού σε σχέση με τη γλώσσα δικαιολογημένα μπορεί να μεταβάλλεται σε έλλειψη σεβασμού προς τον πελάτη, με αναπόφευκτη την ασέβεια και προς ό,τι πρόκειται να του προσφερθεί. Είναι αδύνατον να προσβάλλεις με τη βιτρίνα σου και να είσαι άψογος στα ενδότερα.
Τώρα, όσον αφορά τις ονομασίες που υπήρξαν το έναυσμα για όσα προηγήθηκαν, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς πως αν μη τι άλλο είναι άκομψο –ούτε προσβλητικό ούτε χυδαίο –να χρησιμοποιείς ή να ταυτίζεις ένα εργαλείο όπως είναι το μπαστούνι και μάλιστα ενός αγίου, που τον στήριξε σε μακριές και κοπιαστικές οδοιπορίες, με την ανακούφιση που προσφέρει ένας καφές ή ένα αναψυκτικό. Οσον αφορά τα Μπινελίκια, χωρίς ν’ αμφισβητούμε ότι ο άνθρωπος που τα επέλεξε ως ονομασία της ταβέρνας του θα είχε υπόψη του την ξεπεσμένη σημασία της λέξης που είναι νοστιμιά, λιχουδιά ή κάτι συναφές, αν και αποκλείεται να μην είχε ακούσει την έκφραση –άνθρωπος της πιάτσας είναι –«του έσυρε τα μπινελίκια της ζωής του», με το μπινελίκι εδώ να σημαίνει βρισιά, ας πληροφορηθεί και τούτο: Σύμφωνα με το Λεξικό του Μπαμπινιώτη, η λέξη μπινελίκι είναι παράγωγο της λέξης «μπινές» που είναι τουρκικής προέλευσης και λέγεται υβριστικά για τους ομοφυλόφιλους.