Βασίλισσα της παραοικονομίας στις ανεπτυγμένες χώρες ανακηρύσσεται για μια ακόμη χρονιά η Ελλάδα, η οποία παρ’ ότι κατάφερε κάπως να τη μειώσει στα χρόνια των Μνημονίων, εντούτοις φιγουράρει πάντα στην πρώτη θέση της παγκόσμιας λίστας.
Η «σκιώδης οικονομία» στη χώρα μας διαμορφώνεται στο 21,5% του ελληνικού ΑΕΠ για το 2017, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εφαρμοσμένων Οικονομικών Ερευνών του γερμανικού Πανεπιστημίου του Τίμπινγκεν, ενώ ακολουθούν από κοντά δύο ακόμη χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η Ιταλία με 19,2%, και η Ισπανία με 17,8%.
Απόδειξη ότι η υψηλή παραοικονομία δεν αποτελεί προνόμιο μόνο των Νοτίων, είναι ότι στις αμέσως επόμενες θέσεις με τα μεγαλύτερα ποσοστά ακολουθούν η Νορβηγία (12,2%) και η Γερμανία (10,4%), ο Καναδάς (9,8%), η Αυστραλία και η Βρετανία (9,4%), η Ιαπωνία (8,6%), η Ολλανδία (8,4%), η Ελβετία (6%), και οι ΗΠΑ (5,4%).
Στην πράξη, το ποσοστό 21,5% του ελληνικού ΑΕΠ, ισούται με ένα ποσό περίπου 40 δισ. ευρώ. Στα χρόνια των Μνημονίων η Ελλάδα μπορεί να κατάφερε να μειώσει το ποσοστό της παραοικονομίας, αφού από το 25,4% του ΑΕΠ το 2010, έχει υποχωρήσει στο 21,5%, ωστόσο βρίσκεται ακόμη μακριά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ο οποίος στις αρχές του έτους βρισκόταν στο 18,3%. Χώρες μάλιστα που μπήκαν σε Μνημόνια κατάφεραν να περιορίσουν το ποσοστό της παραοικονομίας τους κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία, η Ισπανία, αλλά και η Ιρλανδία, με μόνη ίσως εξαίρεση την Κύπρο.
Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι προφανές ότι την παραοικονομία συντηρούν οι υψηλοί φόροι, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη μείωση του ονομαστικού εισοδήματος και την αύξηση της ανεργίας. Οσο περισσότερα φορολογικά μέτρα λαμβάνει η κυβέρνηση, τόσο καλλιεργεί το έδαφος για διατήρηση υψηλών ποσοστών στην παραοικονομία. Από τη μια η αυξημένη χρήση πλαστικού χρήματος συγκράτησε την αύξηση του φαινομένου, από την άλλη το φορολογικό τσουνάμι δημιουργεί συνεχώς φυγόκεντρες δυνάμεις ωθώντας τις επιχειρήσεις και τους μισθωτούς να αναζητούν διέξοδο στην παραοικονομία.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ. Το World Economic Forum (WEF) που δημοσιεύει την έρευνα του γερμανικού πανεπιστημίου επισημαίνει τη ραγδαία αύξηση της παραοικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα μετά την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης.
Παλαιότερη μάλιστα έκθεση του WEF για το παράνομο εμπόριο κατά την περίοδο 2012-2014 υπολόγιζε τότε τη «σκιά» της παγκόσμιας παραοικονομίας στα 650 δισ. δολάρια. Το ίδιο ωστόσο το World Economic Forum μιλά για τον διττό χαρακτήρα του φαινομένου, καθώς εκτός του γεγονότος ότι δεν αποδίδονται φόροι, η σκιώδης οικονομία λειτουργεί και ως μοχλός τόνωσης της κατανάλωσης, ειδικά σε χώρες που βιώνουν οικονομική κρίση.
Οπως επισημαίνει το World Economic Forum, ως σκιώδης οικονομία ορίζονται οι συναλλαγές από εταιρείες και ιδιώτες που γίνονται εκτός των επίσημων βιβλίων προκειμένου, μέσω των συναλλαγών με μετρητά, να αποφεύγεται η πληρωμή φόρων.
Παλαιότερες μελέτες, όπως αυτή του καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Λιντς Φρίντριχ Σνάιντερ, πρώην σύμβουλος του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος θεωρείται αυθεντία στο θέμα, υπολόγιζε την παραοικονομία στην Ελλάδα στα 55-60 δισ. ευρώ.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ διαΝΕΟσις. Στα 40 δισ. ευρώ υπολογίζει παλαιότερη έρευνα της διαΝΕΟσις την παραοικονομία στην Ελλάδα, με τα 2/3 αυτής να οφείλονται στην αδήλωτη εργασία. Σύμφωνα με αυτήν, η σκιώδης οικονομία ανέρχονταν για τη χρονική περίοδο 1999-2010 κοντά στο 27% του ΑΕΠ, και παρά τη χρήση του πλαστικού χρήματος, δεν έχει μειωθεί αρκετά. Από διαφορετικές μελέτες, όσο και διαχρονικά, προκύπτει πως το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 20% και 30% του ΑΕΠ και είναι από τα μεγαλύτερα σε επίπεδο ανεπτυγμένων οικονομιών. Μάλιστα, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η παραοικονομία υπολογίζεται στα 2,1 τρισ. ευρώ και ενισχύεται, όπως και στην Ελλάδα, από τη χρήση των μετρητών στις συναλλαγές. Στην ίδια μελέτη παρουσιάστηκαν και στοιχεία για την πορεία της φοροδιαφυγής από την οποία το κράτος χάνει διαχρονικά μεταξύ 11 και 16 δισ. ευρώ. Δηλαδή υπολογίζεται ότι εκτιμάται μεταξύ του 6% και του 9% του ΑΕΠ. Σύμφωνα μάλιστα με την έρευνα, η φοροδιαφυγή των φυσικών προσώπων ανέρχεται από 1,9% έως και 4,7% του ΑΕΠ, των επιχειρήσεων σε 3,5% του ΑΕΠ, ενώ σε 0,45% υπολογίζεται η φοροδιαφυγή που προκύπτει από το λαθρεμπόριο ποτών, καυσίμων και τσιγάρων.