Πολύ συχνά έρχεται και επανέρχεται στην Ελλάδα μια πρόχειρη συζήτηση για τον διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας. Διαχωρισμός που εμφανίζεται ως το φάρμακο που αυτομάτως θα οδηγήσει τη χώρα στον «καθαρό εκδυτικισμό» και στον εκσυγχρονισμό. Δεν είναι όμως απλά τα πράγματα.
Ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νίκος Βούτσης σε μια πρόσφατη μικροπολιτική παρέμβασή του, αντί να μιλήσει για την ανάγκη προάσπισης των πολλαπλών και αντιφατικών μεταξύ τους ταυτοτήτων, στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, περιορίστηκε σε μια άκαιρη επίθεση κατά του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών». Αγνοώντας βεβαίως ότι το έτερον ήμισυ της κυβέρνησής του όντως ζει στην εποχή που μεσουρανούσε αυτό το σύνθημα. Η δε αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας που μίλησε για «θρησκεία του ελληνικού λαού», απέδειξε ότι είτε δεν επιτρέπουν στο κόμμα του στον κ. Μητσοτάκη να είναι και τόσο φιλελεύθερος είτε στη ΝΔ η φιλελεύθερη Δεξιά της δεν ξέρει τι ποιεί η αντιφιλελεύθερη Δεξιά της.
Αποπροσανατολισμός. Είπαν ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ. Ευκολάκι, που θα έλεγε και ένας έφηβος. Το θέμα, ανεξάρτητα αν η κυβέρνηση το χρησιμοποιεί ως μέσο αποπροσανατολισμού από τα πραγματικά προβλήματα των πολιτών, είναι πολύ σοβαρό. Ανεξάρτητα από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι Ελληνες στην πλειονότητά τους είναι όντως χριστιανοί ορθόδοξοι, στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες όπου θέλουμε να ανήκουμε τα έθνη και οι πολίτες τους δεν αυτοπροσδιορίζονται από το θρήσκευμα, αλλά από το κατά πόσο η θεσμική συγκρότηση των κρατών εγγυάται την πολιτισμική και θρησκευτική αυτονομία κάθε ατόμου – πολίτη. Αυτό αφορά άμεσα το κατά πόσο η πολιτική εξουσία είναι ανεξάρτητη από κάθε άλλη «αυθεντία», πέραν αυτής της έκφρασης της αντιπροσωπευτικής λαϊκής κυριαρχίας. Η νικηφόρος μάχη των «ταυτοτήτων» που έδωσε ο Κώστας Σημίτης –μάλλον μόνος του μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Θέμελη –επιβεβαιώνει αυτήν εδώ τη θέση.
Στην Αριστερά –όλων των αποχρώσεων –σε τέτοιες περιπτώσεις έχουν πάντα την έτοιμη λύση. Αυτή λέγεται «διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας». Η περίπτωση να εξετάσει κανείς τις ευθύνες και την ετοιμότητα της ίδιας της κοινωνίας, μάλλον δεν βρίσκεται στο βεληνεκές αυτών των προσεγγίσεων. Ο προτεινόμενος ως πανάκεια διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας θα έπρεπε να αποτελεί συνέχεια και όχι αφετηρία μιας γενικότερης στάσης. Αυτή η στάση αφορά τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών και το ζήτημα των πολλαπλών ταυτοτήτων που έτσι ή αλλιώς υπάρχουν μέσα σ’ ένα σύγχρονο κράτος.
Πριν κανείς σπεύσει να αναπαραγάγει με εύκολο τρόπο στερεότυπα συνθήματα, οφείλει να βάλει λίγο περισσότερο τη γλώσσα του στο μυαλό του. Ενας διαχωρισμός, ο οποίος δεν θα θίγει την κυρίαρχη αντίληψη ότι οι πλειοψηφίες επιβάλλονται και στις ατομικές συμπεριφορές, θα ήταν ένας ανούσιος «κρατικιστικός» διαχωρισμός. Αυτό όμως που προέχει είναι να ηττηθεί –κυρίως στον χώρο της Εκπαίδευσης και της Κοινωνίας των Πολιτών –η αντίληψη που θέλει σε ζητήματα θρησκευτικής, σεξουαλικής και πολιτισμικής συνείδησης να υπάρχουν πλειοψηφίες και μειοψηφίες.