Συντάξεις που αναλογούν στο μισό των καταβαλλόμενων εισφορών είναι η νέα αδυνηρή πραγματικότητα για εκατομμύρια ασφαλισμένους. Πρόκειται για τη μεγάλη ανατροπή στη σχέση συντάξεων – εισφορών που έφερε η ασφαλιστική μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου, η οποία θα ολοκληρωθεί το 2019 με το μαχαίρι στην προσωπική διαφορά για όλους τους συνταξιούχους. Μετά τις άγριες περικοπές και τα χαράτσια στις εισφορές που επιβλήθηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, η πλειοψηφία των ασφαλισμένων θα λαμβάνει συντάξεις πολύ χαμηλότερες από τα ποσά που θα έχει καταβάλλει ως εισφορές. Οι ασφαλισμένοι αυτοί δεν πρόκειται να πάρουν πίσω τα λεφτά των εισφορών τους στα ασφαλιστικά ταμεία, καθιστώντας το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας αναλογιστικά άδικο και ληστρικό.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΕΙΩΣΕΙΣ. Τα στοιχεία για κάθε Ταμείο ξεχωριστά είναι σοκαριστικά: Η μέση αξία των καταβαλλόμενων συντάξεων στον χώρο των τραπεζοϋπαλλήλων πρόκειται θα μειωθεί το 2019 στο 39% της μέσης αξίας των εισφορών που θα έχουν καταβληθεί (από 58% το 2016 και 77% το 2014), στο ΤΑΠ ΟΤΕ οι συντάξεις θα αναλογούν στο 41% των εισφορών που θα έχουν καταβληθεί (από 63% το 2016 και 86% το 2014), στο ΤΑΠ ΔΕΗ η σχέση αυτή θα περιοριστεί στο 45% (από 69% το 2016 και 93% το 2014), στους αυτοπασχολουμένους του ΕΤΑΑ θα μειωθεί στο 57% (από 67% το 2016 και 76% το 2014). Στους ελεύθερους επαγγελματίες του ΟΑΕΕ η μέση αξία των συντάξεων που θα καταβάλλονται θα ανέρχεται από το 2019 στο 49% των εισφορών που θα έχουν καταβάλει οι ασφαλισμένοι (έναντι 49% το 2016 και 54% το 2014).
Τα αποκαλυπτικά αυτά ευρήματα περιλαμβάνονται σε μελέτη της αντιπροέδρου της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής Μαριάννας Παπαμιχαήλ, με τίτλο «Ακτινοσκόπηση ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων με τον δείκτη ανταποδοτικότηταςσυντάξεων», την οποία παρουσιάζουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ». Σ’ αυτήν επισημαίνεται ακόμη ότι η γενική ανταποδοτικότητα του ασφαλιστικού συστήματος (συντάξεις προς εισφορές) για όλους τους ασφαλισμένους από 150% που ήταν το 2011 έπεσε στο 121% το 2014, στο 101% το 2016και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 89% το 2019. Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι η μελέτη κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Διαπιστώνει ότι «ακόμη και σήμερακανείς δεν μπορεί να εγγυηθείότι το σύστημα θα είναι από εδώ και πέρα βιώσιμο, όταν τα έσοδα των Ταμείων εξακολουθούν να είναι απαγορευτικά λόγω της ανεργίας και της ανασφάλιστης εργασίας».

Η ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ. Στην έρευνά της η Μαριάννα Παπαμιχαήλ, για να αποδείξει τον βαθμό ανταποδοτικότητας των συντάξεων, χρησιμοποιεί έναν δείκτη τον οποίο έχει επεξεργαστεί ειδική ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης Αναλογιστών. Πρόκειται για το Ποσοστό Ομαδικής Χρηματοδότησης (ΠΟΧ), το οποίο δείχνει αν η σύνταξη είναι αντίστοιχη των εισφορών που έχουν καταβληθεί. Στον αριθμητή του δείκτη βρίσκεται η σημερινή συνολική αξία όλων των μελλοντικών συνταξιοδοτικών καταβολών της μέσης σύνταξης ανά Ταμείο και στον παρονομαστή οι συσσωρευμένες (μέσες) εισφορές της κάθε ομάδας ασφαλισμένων.
Για να είναι δηλαδή αναλογιστικά δίκαιο ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, θα πρέπει το ΠΟΧ να βρίσκεται πέριξ του 100%, εξηγεί η Μαριάννα Παπαμιχαήλ. Αυτό σημαίνει ότι τη στιγμή της συνταξιοδότησης η παρούσα αξία της σύνταξης συμπίπτει κατά μέσον όρο με τις συσσωρευμένες εισφορές της συγκεκριμένης ομάδας συνταξιούχων που εξετάζεται. Αν το ΠΟΧ είναι πάνω από 100%, τότε οι συγκεκριμένοι συνταξιούχοι λαμβάνουν συντάξεις υπερχρηματοδοτημένες από τους φόρους και το κοινωνικό σύνολο. Αντίστοιχα, εάν το ΠΟΧ είναι μικρότερο του 100%, σημαίνει ότι το ποσό της σύνταξης είναι αναλογιστικά άδικο με την αυστηρή ένοια του όρου. Ετσι, σύμφωνα με τη μελέτη, το συνολικό ΠΟΧ του συστήματος το 2019 πέφτει στο 89%, σημειώνοντας ιστορικό αρνητικό ρεκόρ ανταποδοτικότητας.
Σύμφωνα την ίδια μελέτη, ο ΟΓΑ παραμένει ο πλέον υπερχρηματοδοτημένος φορέας για το 2016 έως το 2019, με το ΠΟΧ να παραμένει άνω του 200%. Για το 2016 στο Δημόσιο το ΠΟΧ είναι 115% και η μέση σύνταξη 922 ευρώ, όταν ο ΟΑΕΕ έχει ΠΟΧ 49%, με σύνταξη 913 ευρώ τον μήνα. Μεγάλοι χαμένοι είναι επίσης οι ασφαλισμένοι στις τράπεζες και τα υπόλοιπα ειδικά Ταμεία, μεταξύ των οποίων και το Ταμείο της ΔΕΗ, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που αποκαλύπτει η μελέτη.
Τονίζεται ότι με τον νόμο Κατρούγκαλου έως το 2020 περίπου 180.000 ασφαλισμένοι που θα αποχωρήσουν από την εργασία θα υποστούν τις μεγάλες περικοπέςστις συντάξεις τους, Εκτιμάται ότιτο 2021 οι συντάξεις θα φθάσουν στα 620 ευρώ (μεικτά) η μέση κύρια σύνταξη και στα 144 ευρώ (μεικτά) η μέση επικουρική σύνταξη.
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ. Επισημαίνεται ότι χιλιάδες αιτήσεις συνταξιοδότησης με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου δεν έχουν ακόμη εκδοθεί εδώ και ενάμιση χρόνο. Ενα σημαντικό ποσοστό των συνταξιοδοτικών υποθέσεων που εκκρεμούν, από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, αφορά περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης. Ομως η αναγκαία εγκύκλιος που θα διευκρινίζει πώς θα αντιμετωπίζονται οι χρόνοι διαδοχικής ασφάλισης και κυρίως πώς θα υπολογίζεται η τελική σύνταξη δεν έχει ακόμη εκδοθεί.
Εξάλλου, όπως προκύπτει απόεπιστημονική μελέτη των Σάββα Γ. Ρομπόλη (ομότ. καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου) και Βασίλειου Γ. Μπέτση (υποψ. διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου), περισσότερα από 5 δισ. ευρώ θα κάνουν «φτερά» από τις τσέπες των συνταξιούχων την τριετία 2019-2021αντί 3,1 δισ. που είχε προβλεφθεί στο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Ημελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι λανθασμένα οι δανειστές επιβάλλουν διαρκείς περικοπές συντάξεων, καθώς η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και αν οι συντάξεις παρέμεναν στα σημερινά επίπεδα.
Τουναντίον, οι συμφωνημένες περικοπές των κύριων συντάξεων κατά 18% το 2019 ανεβάζουν τις απώλειες στο ιλιγγιώδες ποσό των 5,7 δισ. ευρώ.
Τέλος, όπως τονίζει ο πρόεδρος του Ενιαίου Δικτύου Συνταξιούχων Νίκος Χατζόπουλος,οι συνταξιούχοι θα χάσουν έως 3 συντάξεις το 2019 εξαιτίας της μείωσης κατά 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των κύριων καταβαλλόμενων συντάξεων, της μείωσης κατά 18% της προσωπικής διαφοράς όλων των επικουρικών συντάξεων, της κατάργησης των οικογενειακών επιδομάτων (συζύγου και τέκνων) από όλες τις κύριες και επικουρικές συντάξεις, του παγώματος των αυξήσεων σε όλες τις συντάξεις μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021 και, τέλος, της κατάργησης του ΕΚΑΣ για 280.000 χαμηλοσυνταξιούχους.