Eχω διδάξει στο Γυμνάσιο, στο Γενικό Λύκειο και στο ΕΠΑΛ. Σε καμία περίπτωση δεν ισχύει ότι όσο περισσότερα διαγωνίσματα γράφουν οι μαθητές τόσο λιγότερο άγχος έχουν. Αντίθετα, όταν αυτά αυξάνονται πολύ, οι μαθητές προβληματίζονται ακόμα περισσότερο. Ειδικά όταν πρόκειται για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, είναι τουλάχιστον αστεία η πρόταση για ένα ακόμα διαγώνισμα στο πρώτο τετράμηνο, έτσι ώστε οι μαθητές να μην αγχώνονται πολύ. Η Γ’Λυκείου γίνεται ένα εξεταστικό κέντρο διαρκείας, όπου ο μαθητής κινείται σε ένα ναρκοπέδιο, από την αρχή της χρονιάς ώς το τέλος.
Με βάση τα όσα εξήγγειλε ο Κώστας Γαβρόγλου, για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια θα μετρούν πλέον η προφορική βαθμολογία, το διαγώνισμα του πρώτου τετραμήνου, η δημιουργική εργασία που θα κληθεί να γράψει ο μαθητής και, φυσικά, οι εξετάσεις στο τέλος του χρόνου σε τέσσερα βασικά μαθήματα. Επί σειρά μηνών μας μιλούσαν για κατάργηση των εξετάσεων –όπως το βλέπω, όμως, μιλάμε για ακόμα περισσότερες.
Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο. Η προφορική βαθμολογία γινόταν αποδεκτή ως μέρος του συνολικού βαθμού από τη δεκαετία του ’80. Με αυτό το σύστημα πέρασα κι εγώ στο Πανεπιστήμιο! Μιλάμε για παραλλαγές του ίδιου συστήματος που έρχονται και φεύγουν μαζί με τους υπουργούς, στην πραγματικότητα δεν έχουν να προσφέρουν κάτι. Αντίθετα, βλέπουμε ότι οι συνεχείς αυτές αλλαγές παίζουν με τα νεύρα των μαθητών, των γονιών και των καθηγητών.
Ούτε τίποτα λειτουργικό υπάρχει. Ηδη έχουμε ένα σύστημα που είναι δύσκολο, απαιτητικό –πολλοί το λένε και απάνθρωπο -, όμως είναι και αξιόπιστο και αξιοκρατικό. Αυτό που προτείνει ο υπουργός δεν είναι καν αυτό. Η βαθμολόγηση του γραπτού του πρώτου τετραμήνου θα γίνεται από υπολογιστή, αποκλειστικά σε θέματα πολλαπλής επιλογής. Πώς μπορούν όμως να εξεταστούν έτσι τα Μαθηματικά; Ο μαθητής θα λύνει σε πρόχειρο τις ασκήσεις και θα γράφει μόνο το τελικό αποτέλεσμα. Επομένως η συλλογιστική του για να φτάσει μέχρι εκεί δεν θα αποτιμάται καθόλου. Πρόκειται για μια σκληρή, απαράδεκτη, αγγλοσαξονική λογική που λέει «ή έφτασες στο τέλος και πέτυχες ή ακυρώνεται εντελώς η προσπάθεια». Επίσης, υπάρχουν οι ερευνητικές εργασίες. Αυτές θα κατατίθενται ηλεκτρονικά και θα διορθώνονται από πιστοποιημένους εξωτερικούς αξιολογητές. Με ποια κριτήρια θα δοθούν αυτές οι πιστοποιήσεις; Θα έχουν διδάξει ποτέ αυτοί οι αξιολογητές στη Δευτεροβάθμια; Αυτά είναι θέματα που δεν έχει απαντήσει ο υπουργός.
Ας πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα –την προφορική βαθμολογία. Υπάρχουν δύο απόψεις: μια μερίδα συναδέλφων πιστεύει ότι με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά θα δίνουν μεγαλύτερη αξία στην εκπαιδευτική διαδικασία, γιατί ο βαθμός θα μετράει, όμως κάποιοι άλλοι πιστεύουν πως η βαθμοθηρία θα θριαμβεύσει. Πολλοί γονείς, ακόμα και στο Γυμνάσιο, ασκούν μεγάλη πίεση στους εκπαιδευτικούς για να πάρουν τα παιδιά τους καλύτερους βαθμούς. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γίνει στις τοπικές κοινωνίες όταν οι γονείς συνειδητοποιήσουν ότι ένα 19 αντί ενός 20 μπορεί να είναι η αιτία που τα παιδιά τους δεν κατάφεραν να μπουν στη σχολή που θέλουν;
Αναφέρομαι πάντα και στις δύο αυτές απόψεις. Χρησιμοποιώντας όμως μια τακτική συγκεκριμένου καθεστώτος της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου («να λέμε τη μισή αλήθεια, γιατί είναι το καλύτερο ψέμα»), το υπουργείο έβγαλε ανακοίνωση εναντίον μου ότι τάχα δεν σέβομαι τους συναδέλφους μου. Νομίζω ότι πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη και να φροντίσουν έτσι ώστε οι καθηγητές να κινούνται σε περιβάλλον ασφαλείας. Ο εκπαιδευτικοί έχουν δεχτεί πολλές μειώσεις στον μισθό τους. Εχουν να αντιμετωπίσουν παιδιά τα οποία βιώνουν την οικονομική κρίση και τον επακόλουθο εκνευρισμό μέσα στα σπίτια τους, τον οποίον φέρνουν και στο σχολείο.
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κατηγορηθούμε για συντεχνιακή αντίληψη. Αν λειτουργούσαμε έτσι, θα μας βόλευαν όσα εξαγγέλλει ο υπουργός για τις προφορικές βαθμολογίες, καθώς ο καθηγητής θα αποκτούσε ξανά εξουσία μέσα στην τάξη. Οι απόψεις που έχουν κατατεθεί έχουν να κάνουν με τη δική μας ολοκληρωμένη εκπαιδευτική πρόταση. Πιστεύουμε ότι το Λύκειο έχει συγκεκριμένο αυτόνομο παιδαγωγικό ρόλο. Ο μαθητής θα πρέπει να αποκτά μια γενική παιδεία, να δίνει εξετάσεις για να πάρει το απολυτήριο και μετά εξετάσεις σε τέσσερα μαθήματα για να περάσει στο Πανεπιστήμιο, όπως έγινε για πρώτη φορά φέτος.
Αυτή είναι η καλύτερη λύση –τουλάχιστον τώρα, που βρισκόμαστε ακόμα σε κρίση. Ο ιδανικός στόχος θα ήταν τα παιδιά να μπαίνουν άνευ εξετάσεων στα Πανεπιστήμια, εκτός από συγκεκριμένα υψηλής ζήτησης. Προηγουμένως όμως θα έπρεπε να στρέψουμε τη μεγαλύτερη μερίδα των μαθητών στην τεχνική εκπαίδευση, όπως γίνεται στις περισσότερες δυτικές χώρες, η οποία θα τους οδηγούσε σε επαγγελματική αποκατάσταση. Αυτή η δυνατότητα τώρα δεν υπάρχει.