Μόνον ένας ποιητής μπορεί να κάνει μια τοποθεσία να μιλήσει με τον τρόπο που το κατορθώνει ο Βασίλης Δασκαλάκης, κι αν έχεις μάτια και διαβάζεις θ’ ακούσεις όλους τους ήχους που κλείνουν μέσα τους τα «αόρατα γεφύρια» της Βέροιας. Και θα αισθανθείς αυθόρμητα τον τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τους τραγουδοποιούς Μανώλη Ρασούλη και Νίκο Ζιώγαλα ως μια ιδεατή συντροφιά να σε ξεναγεί στην πυκνοκατοικημένη σε θρύλους και παραδόσεις περιοχή.

Θρύλοι και παραδόσεις, δοξασίες και πλάσματα μυθικά μπλέκονται και δημιουργούν ιστορίες, που διαδίδονται από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά. Ενας βεροιώτικος θρύλος λέει πως όποιος ξένος πιει νερό από την πηγή της Μπαρμπούτας θα παντρευτεί κοπέλα από την πόλη. Εδώ και 25 χρόνια πίνω νερό από τα ποτάμια της. Κάθε ανοιξιάτικο πρωινό, από το παράθυρό μου ακούω αηδόνια να ερωτοτροπούν μέσα στις φυλλωσιές των πλατάνων, που απλώνουν τις ρίζες τους βαθιά στην κοίτη του Τριποτάμου, του ποταμιού-συμβόλου της πόλης. Βλέπω τη γέφυρα του Καραχμέτ και αφήνομαι στις μνήμες που πάνε κι έρχονται εδώ και δυόμισι δεκαετίες. Λένε πως οι γέφυρες ενώνουν τόπους, ενώνουν ανθρώπους. Νερά κυλούν από κάτω, άνθρωποι, σχέσεις, μνήμες και όνειρα στηρίζονται πάνω σε γέφυρες. Κι εγώ πορεύομαι αέναος πεζοπόρος σε μια αόρατη γέφυρα, που ενώνει τον Βορρά με τον Νότο, τον γενέθλιό μου τόπο της Κρήτης με τούτο τον καινούργιο μου, στην «ερατεινή» Ημαθία.

O γενέθλιος τόπος μου / μια λιτή εικόνα / μη ρέον ύδωρ / άγρια τοποθεσία / απόκρημνα φαράγγια / άδενδροι βράχοι / δεν επροίκισεν το Βυζάντιο / με πρίγκιπες, αυλικούς, στρατηγούς / επιφανείς κληρικούς

ο κόσμος που γαλουχήθηκα περίκλειστος / μόνη διέξοδος η θάλασσα / το πνεύμα παγιδευμένο / η μνήμη στο αίμα / τα τροπάρια στα γονίδια / το φως στο σκοτάδι και στον φόβο / η ομοθυμία στο πέραν / οι ενιαυτοί στο παρόν

η ψυχή μου πορεύεται σε νέους τόπους

βηματιστής στη σκουριά των ημερών / αναλήφθηκα / ως αιχμή καπνού / στη φιλόξενη γη των Μακεδόνων

Στη Βέροια, στους πρόποδες του Βερμίου Ορους, όπου σύμφωνα με τον Ηρόδοτο εκτείνονταν οι κήποι του Μίδα, γεμάτοι άνθη σπάνιας ομορφιάς και ξεχωριστής ευωδίας, τα μοναδικά εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα τότε, ροδάκινα σήμερα, στην απέραντη αγκαλιά της.

Επάλληλα στρώματα από την προϊστορική εποχή, στην κλασική, την ελληνιστική, τη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, την οθωμανική και τη σύγχρονη άφησαν ίχνη, ερείπια, ψηφίδες στην τοπιογραφία της πόλης. Η μακρόχρονη παρουσία της Βέροιας σηματοδοτείται ανά τους αιώνες από τα νερά της. Νερά που άλλοτε σιγοψιθυρίζουν αόρατα κάτω από συκιές και ροδιές και άλλοτε αναβλύζουν γάργαρα σε διάφορα σημεία της. Κυρίως όμως, από τον Τριπόταμο, που διασχίζει την πόλη σε όλο της το μήκος. Πέντε γέφυρες ενώνουν κατά μήκος του Τριποτάμου τις δυο πλευρές της πόλης, όμως η πιο εμβληματική από αυτές είναι η γέφυρα του Καραχμέτ. Η φωτογραφία είναι από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν η Βέροια ήταν ακόμη οθωμανική επικράτεια. Ο τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη τον 17ο αιώνα, λέει πως η γέφυρα χτίστηκε το 1585 ή το 1586. Και είναι η πιο εμβληματική, γιατί είναι η πιο παλιά και η μοναδική από τις γέφυρες που σώθηκε μετά την καταστροφική πλημμύρα του 1935. Η γέφυρα του Καραχμέτ δεν παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του Τριποτάμου, γιατί τα δυο της βάθρα είναι γερά θεμελιωμένα σε βράχους που υπάρχουν στην κοίτη του ποταμού.

Σ’ αυτήν τη γέφυρα έβλεπα συχνά να περιδιαβαίνει, να κοντοστέκεται και να «διαλογίζεται» ο Μανώλης Ρασούλης, φίλος της πόλης, που την επισκεπτόταν συχνά. Και καθώς η μνήμη μού έφερε τη φιγούρα του Μανώλη Ρασούλη, αναλογίστηκα κι όλους εκείνους που πέρασαν σε κάποια στιγμή από την πόλη και συνδέθηκαν μαζί της. Τον Γιάννη Τσαρούχη, που υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Βέροια και έγραψε πως το βαθύ πράσινο στις αγιογραφίες της πόλης είναι παρμένο από την πρασινάδα της γης. Ναι, σίγουρα αυτό το πράσινο του τοπίου, που ζωογονείται διαρκώς από την αδιάκοπη ροή των νερών, πέρασε και στον χρωστήρα τόσων και τόσων αγιογράφων, που καλλιτέχνησαν και ιστόρησαν τους πάρα πολλούς ναούς της πόλης. Δεν είναι τυχαίο πως ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε ότι η Ημαθία είναι η πινακοθήκη της Ελλάδας.

Αναλογίστηκα και τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου να περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης και σαν αεράκι μού ήρθαν οι στίχοι του:

Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα –πόλεις που αγάπησα, κλειστές / ανάμεσα σε υψώματα ή σε μικρούς καταυλισμούς / σπίτια που ανοίγονται κρυφά στον κάμπο

(…)

Πόλεις κλειστές σαν περιβόλια, που με ζήσατε / εκκοκκιστήρια μιας σοδειάς, βλέπω τι έχετε δώσει.

Πλούσια η σοδειά της γης, αλλά και η σοδειά η πνευματική συνεχίζει να δίνει… Να δίνει σ’ όσους ζουν και κινούνται στην Μπαρμπούτα, περιοχή του Τριποτάμου, στη γέφυρα του Καραχμέτ και στις άλλες γωνιές της πόλης, όπως και στο μοναδικό, φυσικό της μπαλκόνι, το μπαλκόνι της Ελιάς. Εκεί όπου ο τραγουδοποιός Νίκος Ζιώγαλας, παιδί της πόλης, τραγουδάει: «Ελα μαζί μου πάνω εκεί να δεις αυτό το ποίημα, χωρίς να βλέπεις θάλασσα θ’ ακούς να σκάει το κύμα». Το ίδιο ονειρικό κύμα δονεί και τις χορδές κάποιων από τους σημερινούς κατοίκους της πόλης, που σε πείσμα των άμουσων καιρών συνεχίζουν να δημιουργούν και να «φτερουγίζουν με ανύπαρκτα φτερά για τους πολλούς». Συνεχίζουν να χαράσσουν τα μονοπάτια τους και να οικοδομούν μια καινούργια αρχιτεκτονική, αυτή των σχέσεων, όχι των κτιρίων, με δομικά υλικά την ποίηση και τη μουσική.

Με καινούργια εργαλεία χτίζουν αόρατες γέφυρες, διασχίζουν αιθέριες διαδρομές, αξιοποιούν προαιώνιες θύμησες και συνεχίζουν το ταξίδι, αφήνοντας το στίγμα τους στην πόλη. Περπατούν πάνω στη στέρεη γέφυρα του Καραχμέτ και απλώνουν τις δικές τους αχαρτογράφητες, νοητές γέφυρες των σχέσεων, οδηγώντας τους προσωπικούς τους μύθους σε μια πορεία συντροφικής δημιουργίας. Συμπαραστάτης τους σ’ αυτή την προσπάθεια στέκεται ο μυθικός, παραποτάμιος θεός Ολγανος, που δεν είναι παρά η προσωποποιημένη αύρα του Τριποτάμου, φτιαγμένη από μάρμαρο της περιοχής δυο χιλιάδες χρόνια πριν…