Τίποτα δεν είναι έτσι όπως φαίνεται. Πιστός όχι μόνο στο νησί του αλλά και στην αφηγηματική του άρθρωση, ο Γιάννης Μακριδάκης στο δωδέκατο βιβλίο του έρχεται αντιμέτωπος με τη μικρή και τη μεγάλη ιστορία του τόπου του. Ενός τόπου που σαν ζωντανός οργανισμός δεν παύει να γεννά και κυρίως να ξεβράζει θαμμένα κρίματα. Ακόμη και στις μικρές κοινότητες υπάρχουν μυστικά. Ιδίως σ’ αυτές. Και μάλιστα είναι δεμένα με γερό σκοινί καθότι, αν τυχόν λασκάρει ή σπάσει, τότε θύτες και θύματα από εκεί που μοιράζονται ένα πιάτο φαΐ, θα μοιράζονται αποξένωση και θάνατο.
Το βιβλίο ξεκινά μ’ ένα αστείο, φαινομενικά, θανατικό. Ο Μιχάλης, ένας ερημίτης αποτραβηγμένος χρόνια στο καλύβι του, παρασύρεται από τον δυνατό άνεμο. Πέφτει άτσαλα και πεθαίνει ακαριαία. Ο χαμός του θα φωτίσει αργότερα τις ανήλιαγες ρίζες γενεαλογικών δέντρων που κανείς δεν φανταζόταν ότι έχουν δημιουργήσει υπόγειες συνδέσεις. Από κει και πέρα, έχουμε τον Δημοσθένη. Αποκλειστικός αφηγητής και πιστό alter ego του συγγραφέα. Γενναιόδωρο και ευαίσθητο παλικάρι βοηθά τους πρόσφυγες να ξεφύγουν από τα δεινά του θαλασσοπνιγμένου ταξιδιού τους. Μαζί του η αινιγματική και ερωτοχτυπημένη Κατρίν που έχει καταφτάσει από το Βερολίνο ως εθελόντρια, ο καπτα-Φώταρος, ένας καραβοκύρης παλαιάς κοπής και αριστερών καταβολών, η γυναίκα του η κυρά Καλή, η μαμμή της κοινότητας, όπως και μερικοί ακόμη φίλοι. Δρουν πάνω στις αρχές της αλληλεγγύης, του σεβασμού προς τη φύση και των ανθρώπινων αναγκών, δίχως εσωτερικές ενδορρήξεις. Αυτές, όποτε έρθουν, έχουν ως αφετηρία τις συναισθηματικές κυματώσεις που προκαλούν οι αναπάντεχοι στροβιλισμοί των ανθρώπινων πράξεων.
Γνώστης των παραδόσεων και της ιστορίας της Χίου, ο συγγραφέας υφαίνει έναν δραματικό ιστό γύρω από το λεπροκομείο του νησιού ή σπιτάλι, όπως αναφέρεται εντός βιβλίου από τους πρωταγωνιστές. Το βάρος της σκιάς του κατανέμεται σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της αφήγησης. Πολλές φορές ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι τα τεκταινόμενα της πλοκής μοιάζουν με αλληγορική προέκταση του χώρου αυτού. Λες και έχουν δραπετεύσει απ’ τα ντουβάρια του. Να θυμίσουμε ότι το ίδρυμα ξεκίνησε τις εργασίες του τον 14ο αιώνα και έκλεισε οριστικά περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Είχε αυστηρότατους κανόνες, έλεγχο από την Εκκλησία, ενώ απαγορεύονταν οι γάμοι μεταξύ των ασθενών (το αντίθετο συνέβαινε στη Σπιναλόγκα). Η παρέα αναλαμβάνει να ανακατασκευάσει το σπιτάλι σε κατάλυμα για να φιλοξενήσει νέες ζωές ντόπιες και ξένες.
Με τον Δημοσθένη να βρίσκεται σε τροχιά ολοκλήρωσης των βαθύτερων επιθυμιών του, ένα πλαίσιο που ορίζεται από την ερωτική αναγέννηση μέχρι την άδολη κοινωνική συνεισφορά, ο συγγραφέας προχωρά στην υπεράσπιση των καλών προθέσεων, διαλύοντας την γκρίζα περιοχή των αμφιβολιών. Ετσι λοιπόν όταν το πτώμα ενός πρόσφυγα κρύβει μερικές χιλιάδες δολάρια, αυτά πηγαίνουν στη σίτιση και στέγαση άλλων προσφύγων. Δεν αφήνεται καμία υπόνοια προσωπικής εκμετάλλευσης, εκτός από μια ελαφριά αλλοίωση των γεγονότων για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις στην τοπική κοινωνία. Συμφιλιωμένοι οι ήρωες με τον κύκλο της ζωής, υποδέχονται στο σπιτάλι ένα νεογέννητο, το οποίο είναι καρπός δύο προσφύγων. Στο μέρος όπου «μεγαλούργησαν» ο θάνατος και η απομόνωση έρχεται η ζωή να περπατήσει.
Το αλισβερίσι των ψυχών
Αυτό το αλισβερίσι των ψυχών έχει και τις συνέπειές του που δεν είναι ευνοϊκές μοναχά. Εν συνεχεία αποδεικνύεται ότι η Κατρίν δεν είναι απλά μια εθελόντρια από το Βερολίνο. Εχει έρθει στη Χίο για να βρει την καταγωγή της. Το πραγματικό όνομα του Μιχάλη είναι Νικηφόρος. Ο οποίος αποδέχθηκε για ένα διάστημα το ιερατικό σχήμα και βοηθούσε τους χανσενικούς συντοπίτες του. Ενώ η σκούφια του βασικού μας ήρωα Δημοσθένη κρατά από εκεί που δεν το φαντάζεται κανείς, ούτε καν ο ίδιος. Ο Μακριδάκης δεν βλέπει να υπάρχει ουσιαστικός δόλος πίσω από την κουρτίνα των μικροψεμάτων, που συγκεντρωμένα όλα μαζί καταλήγουν ενδεχομένως σε μια οξεία διαστρέβλωση. Ετσι όπως θα το αντιλαμβανόταν ίσως ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας τουρίστας. Ο αμυντικός μηχανισμός μιας απομονωμένης κοινωνίας βρίσκει τρόπους για να ζήσουν τα μέλη της και την επόμενη μέρα. Οχι πως ο συγγραφέας αθωώνει εντελώς τους κλειδοκράτορες των αποσοβήσεων. Οταν αρχίζει η χιονοστιβάδα των αποκαλύψεων, ο ήρωας αφήνεται ξεκρέμαστος. Το σαράκι της αμφιβολίας εισβάλλει κάτω από το δέρμα και οι εξηγήσεις παραμένουν ανεξήγητες.
Παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι
«Τα γεγονότα είναι οι εχθροί της αλήθειας»
Η οικογενειακή τύχη των πρωταγωνιστών ευθυγραμμίζεται με την πορεία των προσφύγων. Το φευγιό των τελευταίων από ένα ασταθές περιβάλλον πολέμου, η συνάντηση με το άγνωστο, επιβιβάζεται στο σαπιοκάραβο ενός εσωτερικού κενού, διαμορφωμένου ήδη στον ντόπιο ψυχισμό. Κυρίως του Δημοσθένη αλλά και της Κατρίν. Ο συγγραφέας παιχνιδίζει με τους χαρακτήρες και τους αναγνώστες όπως η γάτα με το ποντίκι, ανοίγοντας μια γκάμα συμπεριφορών και περιστατικών που σκοπό έχουν να ανεβάσουν τον δείκτη του αιφνιδιασμού. Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις, δεν έχουμε να κάνουμε με αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας ξανοίγεται στον ιστορικό χρόνο, μπολιάζοντάς τον συνεχώς με το ανασχηματιζόμενο παρόν. Η αρμονία των μελών της κοινότητας διαταράσσεται από την ανοιχτή ομολογία των παθών του παρελθόντος. Η συνείδηση ξαλαφρώνει για λίγο, μέχρι να αντιληφθεί τις πληγές τις οποίες άνοιξε. Ομως δεν είναι δυνατόν να ζουν οι άνθρωποι αιώνια μέσα στο ψέμα. Κάποια στιγμή ένα τυχαίο γεγονός ή ο συνδυασμός εξωτερικών παραμέτρων θα καταφέρουν να αλιεύσουν την παραδοχή. Για να θυμηθούμε και τα λόγια του Θερβάντες: «Τα γεγονότα, καλέ μου Σάντσο, είναι οι εχθροί της αλήθειας».
INFO
Το ερχόμενο Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου ο Γιάννης Μακριδάκης θα συνομιλήσει με τον συγγραφέα Θωμά Κοροβίνη στην πλατεία της Βολισσού. Συντονίζει ο κριτικός λογοτεχνίας Κώστας Καλημέρης.
Αποσπάσματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Νένα Μεντή και Σταύρος Μερμήγκης. Εναρξη: 8.30 μ.μ. Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί με τη φροντίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου Βολισσού.
Γιάννης Μακριδάκης
Ολα για καλό
Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2017, σελ. 240
Τιμή: 12 ευρώ