Εκατό ώρες που συγκλόνισαν τη χώρα. Η δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963 αποτέλεσε ένα από εκείνα τα ελάχιστα γεγονότα που αφυπνίζουν συνειδήσεις, κινητοποιούν ανθρώπους, αλλάζουν την πορεία των πραγμάτων σε μια χώρα. Λίγα «συγκλονιστικά» γεγονότα στον εικοστό αιώνα, μετρημένα πιθανόν στα δάχτυλα του ενός χεριού, μπορούν να ενταχθούν χωρίς υπερβολή στην ίδια χορεία. Η δολοφονία του Κένεντι λ.χ. (τον Νοέμβριο του ίδιου έτους) αποτελεί μια καμπή αποφασιστικής σημασίας, την ουσιαστική στροφή η οποία εισάγει την αμερικανική κοινωνία στη δεκαετία του εξήντα. Μια άλλη δολοφονία, αυτή του διαδηλωτή Μπένο Ονεζορκ από όργανα της αστυνομίας στο Βερολίνο, τον Ιούνιο του 1967, θα προκαλέσει ταχύτατες μετατοπίσεις στη δυτικογερμανική νεολαία προκαλώντας εν μία νυκτί τη ριζοσπαστικοποίησή της.
Στο ιστορικό «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού που εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Νοέμβριο του 1966 και έκτοτε γνώρισε πολλές επανεκδόσεις, με την πιο πρόσφατη (2016) να ανήκει στις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Aldina), ο συγγραφέας ανατέμνει με μαεστρία τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του ’63, ενώ παράλληλα ρίχνει φως στο έρεβος από το οποίο ξεπήδησε η δολοφονία. Στις εξαρτήσεις και τους εκβιασμούς. Την αμορφωσιά και την τυφλή υπακοή. Τον φόβο του «περονόσπορου». Στις σελίδες του «Ζ» ο πραγματικός πρωταγωνιστής δεν είναι ο Λαμπράκης, αλλά ο κόσμος των «αγανακτισμένων» που ζει στις φτωχογειτονιές της «Ουδετερούπολης», και ο οποίος μέσα στο σύμπαν των πολλαπλών εξαρτήσεων τρέφεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από τις πομφόλυγες του αντικομμουνιστικού αγώνα και την απειλή του «εκ Βορρά κινδύνου».
Ζώντας στην αμάθεια
Αυτός ο κόσμος που συγκροτεί το λούμπεν στοιχείο της πόλης, το «κουρελοπρολεταριάτο» σύμφωνα με τα λόγια του δολοφονημένου λίγες στιγμές αργότερα βουλευτή, ζει στην αμάθεια, αδιαφορεί για τις πράξεις βίας, αγνοεί ακόμη ακόμη και τα πραγματικά του συμφέροντα. Η φράση «ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» έρχεται εύκολα στο μυαλό τού (όχι απαραίτητα θρησκευόμενου) αναγνώστη. Και όχι άδικα. Η δολοφονία του Λαμπράκη αποτελεί το καθοριστικό σημείο που το μετεμφυλιακό κράτος της «καχεκτικής δημοκρατίας» θα απολέσει κάθε ηθικό πλεονέκτημα που τα προηγούμενα χρόνια φιλοτεχνούσε συστηματικά μέσα από δημόσιες τελετές και συστηματική προπαγάνδα. Υπό μια έννοια, ο αγώνας του Λαμπράκη και κατ’ επέκταση ενός δημοκρατικού κόσμου πολύ πέραν της επιρροής της ΕΔΑ, ο οποίος σύντομα θα στοιχηθεί στις γραμμές της Ενώσεως Κέντρου, ενέχει στοιχεία ιεραποστολικού έργου και ακτινοβολεί μια θρησκευτικότητα που (στις σελίδες του βιβλίου τουλάχιστον) θα μετατρέψει τον «Ζ» σε μια «άγια μορφή», σχεδόν υπερκόσμια, με το φωτοστέφανο του καλού αγώνα να τον περιβάλλει πριν ακόμη υποστεί το «μαρτύριό» του. Τόσο ο «Ζ» όσο και οι πιστοί του σύντροφοι (με κυριότερη μορφή τον «Πηρουχά», τον άγρια δολοφονημένο από τη χούντα λίγα χρόνια αργότερα βουλευτή της ΕΔΑ Γεώργιο Τσαρουχά) θα δοθούν στον όχλο των βαρβάρων ακριβώς όπως οι πρώτοι χριστιανοί εδόθησαν βορά στις αρένες του θανάτου, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τι πρόκειται να συμβεί.
Τρομακτική αντίστιξη στον ιδεαλισμό του «Ζ» τα θηρία. Ο Βασίλης Βασιλικός σκιαγραφεί με τρομακτική λεπτομέρεια τον αριβισμό των τραμπούκων που δέρνουν ανηλεώς, απειλούν, δεν διστάζουν να φτάσουν ακόμη και στη δολοφονία για την κυριότητα ενός τρικύκλου, για μια προσωρινή άδεια μικροπωλητή στις αγορές της «Ουδετερούπολης». Ακόμη χειρότερα, η διαπλοκή του μετεμφυλιακού κράτους που καθιστά τους (εντέλει, δυστυχισμένους) αμόρφωτους αυτούς ανθρώπους όργανά του για τις «βρώμικες δουλειές», αλλά και εξιλαστήρια θύματα, αν χρειαστεί, για τα κρίματα ενός ολόκληρου συστήματος, όπου επικρατεί ο απαράβατος κανόνας της πιάτσας: «το μεγάλο ψάρι (είναι προδιαγεγραμμένο ότι) θα φάει το μικρό». Αυτά ακριβώς τα λούμπεν στοιχεία θα χρησιμοποιηθούν συστηματικά ως «αγανακτισμένοι πολίτες», θα συμπήξουν «αντισυγκεντρώσεις», θα σπάσουν κεφάλια, θα συνεργαστούν αγαστά με τις Αρχές ως ομάδες «περιφρούρησης», σε επισκέψεις ξένων επισήμων όπως ο Ντε Γκωλ. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι…
και συγγραφέας του βιβλίου «Το “πρόβλημα νεολαία”. Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα (1964-1974)», Απρόβλεπτες Εκδόσεις, Αθήνα 2013.
Μισό αιώνα μετά τη συγγραφή του, το «Ζ» εξακολουθεί να διαβάζεται απνευστί επιβεβαιώνοντας ότι δίκαια έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία του εικοστού αιώνα. Η Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη, που έχει συγγράψει το εξαιρετικό και άκρως διαφωτιστικό επίμετρο της έκδοσης, θυμίζει ότι το «Ζ» μαζί με τον «Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη βρίσκεται, σύμφωνα με την «Guardian», στα χίλια μυθιστορήματα που πρέπει κανείς οπωσδήποτε να διαβάσει∙ ας προσθέσουμε εδώ ότι στο βιβλίο «1001 Movies you must see before you die» (σελ. 504) περιλαμβάνεται και η θρυλική κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου (1969) από τον Κώστα Γαβρά με τον Ιβ Μοντάν στον ρόλο του Λαμπράκη. Η διαχρονικότητα του βιβλίου οφείλεται όχι απλώς στην πρωτοποριακή γραφή του, που προκάλεσε έντονη αμηχανία στους κριτικούς της εποχής, αλλά και στο ότι συνιστά ένα γνήσιο τεκμήριο της ηθικής που περιέβαλε τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την άρση των διακρίσεων και τον εκδημοκρατισμό σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη τη δεκαετία του εξήντα. Οπως θυμίζει εύστοχα ο Ντέιβιντ Πιτσάσκι όσον αφορά το αμερικανικό κίνημα, ο αγνός ιδεαλισμός ήταν ο κρίσιμος παράγοντας που συσπείρωσε στις αρχές της δεκαετίας αφοσιωμένους νέους στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, η δε απώλειά του το οδήγησε σταδιακά στην παρακμή, την απαξίωση και (γιατί όχι;) συχνά στη γελοιοποίηση. Το «Ζ» υπό την έννοια αυτή αποτελεί ένα παγκόσμιο βιβλίο, καθώς εντάσσει υποδειγματικά την ελληνική περίπτωση στα «long sixties», αποτυπώνοντας τις αρχές της δημοκρατίας, του ανθρωπισμού και της αξιοπρέπειας που την χαρακτήρισαν. Κοντολογίς, το καλό του αγώνα. Αλλά και το βαθύ αίσθημα χρέους που ο Βασιλικός υπαινικτικά υπογραμμίζει, βάζοντας τον Γρηγόρη Λαμπράκη να λέει τα παρακάτω προφητικά λόγια λίγο πριν από τη δολοφονία του: «Οι νεκροί δεν μιλούν, αλλά αν ποτέ μιλούσαν θα ‘χαν να πουν πολλά γι’ αυτούς που τους σκότωσαν. Θα σηκώνονταν από τον τάφο τους και θα ρωτούσαν: “Γιατί;”. Μα δεν μπορούν να πουν τίποτα, ποτέ. Γι’ αυτό και πρέπει να μιλάμε εμείς για λογαριασμό τους».
Φως στο δύσοσμο σύμπαν του «κουρελοπρολεταριάτου»
Γραμμένο στη συγκυρία του εξήντα, το βιβλίο εξακολουθεί να διαβάζεται, περίπου πενήντα χρόνια μετά, ως πολύτιμο τεκμήριο του κοινωνικού βούρκου και της πολιτικής ανωμαλίας που πριμοδότησε το μετεμφυλιακό κράτος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο συγγραφέας του προφητικά ανοίγει τον δρόμο στην έρευνα του περιθωρίου και τη σχέση του με τις πολιτικές δομές δεκαετίες πριν η επίσημη ιστοριογραφία αποφασίσει να ψηλαφίσει τις κρίσιμες αυτές παραμέτρους. Ο Βασίλης Βασιλικός στρέφει τον προβολέα στο δύσοσμο σύμπαν του «κουρελοπρολεταριάτου», φυτώριο των κάθε λογής Γκοτζαμάνηδων, αρνούμενος παράλληλα τον στείρο οικονομισμό μαρξικής κοπής που θέλει τη στέρηση και την αμορφωσιά να οδηγούν κάπως νομοτελειακά στην εξάρτηση: αντίθετα, τονίζει την προσωπική ευθύνη. Δίπλα στον Γιάγκο και τον Βαρώνα, ο Χατζής και ο Νικήτας, φιγούρες με παρόμοια κοινωνικά χαρακτηριστικά, θα λάβουν τη σωστή απόφαση. Υπό την έννοια αυτή ο Βασίλης Βασιλικός, όπως προείπαμε, δίνει πρόδρομη «απάντηση» στις προσπάθειες των αναθεωρητών της Ιστορίας να ερμηνεύσουν φαινόμενα όπως η συνεργασία ή η ανοχή, φιλοτεχνώντας έναν κόσμο με αυτιστικές αντιδράσεις, αποκομμένο από τα μεγάλα διακυβεύματα του καιρού τους. Εδώ ακριβώς έγκειται η σημασία της προσωπικής ευθύνης, εδώ επισημαίνεται η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει τον καλό από τον κακό αγώνα. Η επιλογή στρατοπέδου δεν γίνεται υπερβατικά στη βάση κοινωνικών αυτοματισμών, αντίθετα συναρτάται από την ηθική και την προσωπική συνείδηση ενός εκάστου.
Αυτές ακριβώς οι έως τα χθες ανώνυμες μορφές, οι μεροκαματιάρηδες και οι «φτωχοί των πόλεων» αποτελούν τον πραγματικό πρωταγωνιστή του «Ζ». Δίπλα στη προμηθεϊκή φιγούρα του Λαμπράκη που οδηγείται ως πρόβατο στη σφαγή, περισσότερο και από τον προπηλακισμένο «πιστό του» Πηρουχά, ο Χατζής και ο Νικήτας αναδεικνύονται σε κεντρικές μορφές της αφήγησης, «πρωτοχριστιανοί» που μάλλον θα αισθανθούν παρά θα εκλογικεύσουν το Μήνυμα. Ο ηρωισμός τους μεγεθύνεται από τον τραμπουκισμό και τη βαρβαρότητα των «αγανακτισμένων» συμπολιτών, η αδήριτος ανάγκη του επιουσίου «τούς τραβάει απ’ το μανίκι», για να παραφράσουμε τον γνωστό στίχο του Διονύση Σαββόπουλου, ωστόσο η ενστικτώδης επιλογή στρατοπέδου οφείλεται στο φως που εκπέμπει ο «Ζ», αλλά και στην καθοριστική σημασία που διατηρούν ακόμη οι αξίες στην ελληνική κοινωνία. Ο Χατζής και ο Νικήτας αντιστέκονται. Αρνούνται τον χρηματισμό, υπερβαίνουν δισταγμούς, απορρίπτουν «συμβουλές» του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Βασίλης Βασιλικός
Ζ
Φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος
Επίμετρο: Γ. Φαρίνου – Μαλαματάρη
Εκδ. Gutenberg 2016, σελ. 573
Τιμή: 20 ευρώ