Είναι παρήγορο κι ενθαρρυντικό η πιο μεστή, ουσιαστική και διαβαστερή διηγηματογραφία να γράφεται χάρη σε νέους συγγραφείς –γυναίκες και άνδρες -, σχετικά όχι ιδιαίτερα γνωστούς ακόμη, όπως είναι η Εύα Μ. Μαθιουδάκη, που έχει δημοσιεύσει ώς τώρα μία μόνο νουβέλα με τον τίτλο «Αυτός ο ένας, ο Αρίστος». Αλλά και όπως παρατηρήσαμε ήδη σε σχέση με τα βιβλία της Ελίνας Σιμιγδαλά «Ιζολάρια», της Ειρήνης Μαργαρίτη «Επιλεγμένα είδη» και εντελώς πρόσφατα με τα βιβλία του Διονύση Μαρίνου «Οπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ» και του Ιάκωβου Ανυφαντάκη «Ομορφοι κόσμοι». Με κυρίαρχο στοιχείο και στους πέντε, η οξεία παρατηρητικότητά τους σε σχέση με τα πράγματα της ζωής, που δικαιολογημένα θα τη χαρακτήριζε κανείς ως μια αυθεντικά «λοξή ματιά», να μην παραμένει κάτι εμβόλιμο ή μετέωρο, αλλά να προκύπτει ως το πιο ζωντανό κομμάτι του αφηγηματικού καμβά. Με τελικό αποτέλεσμα μια διηγηματογραφία που πριν διατυπωθεί ως επιτομή συχνά δύσκολα διερευνήσιμων χαρακτήρων ή ως απόδοση μιας κρυφής, μυστικής κι επομένως με πολύ κόπο πολιορκημένης ζωής, έχει προηγουμένως ο διηγηματογράφος στοχαστεί πάνω στις δυνατότητες και στα όριά της. Ετσι ώστε ο συγκερασμός του διανοουμένου με τον ενστικτώδη ραβδοσκόπο της ανθρώπινης ψυχής, που είναι τελικά ο κάθε συγγραφέας, να μας γίνεται γνωστός χάρη στη δεύτερη μόνο ιδιότητά του. Γεγονός καθόλου άμοιρο για μια πεζογραφία που την κινεί αποκλειστικά η έμπνευση, σχεδόν για επιφοίτηση θα μπορούσε να μιλήσει κανείς σε ορισμένες περιπτώσεις.
«Στιγμιότυπα»
Οσο ατυχή θα χαρακτήριζες τον τίτλο «Μικρά πείσματα» που επέλεξε η Εύα Μ. Μαθιουδάκη για να στεγάσει τα πενήντα επτά σύντομα –συχνά μάλιστα απελπιστικά σύντομα –διηγήματά της, σε βαθμό που θα τους ταίριαζε καλύτερα ο χαρακτηρισμός «στιγμιότυπα», τόσο καίρια αποδοτικό σε σχέση με το σύνολό τους είναι το μότο που προτάσσεται στην αρχή του βιβλίου, ένα χάι-κου του Σπύρου Α. Γεωργίου, οκτώ όλες κι όλες λέξεις: «Το νόημα / του βίου του καθενός / στις λεπτομέρειες». Οσο όμως κι αν αναγνωρίζεις έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα σε πολλές λεπτομέρειες των «Μικρών πεισμάτων», τελικά μοιάζει να τις διεκδικούν άνθρωποι τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους. Με αποτέλεσμα είτε πρόκειται για την οδό Πειραιώς, την οδό Σταδίου και τη Στοά Αρσακείου είτε για το Ζεφύρι, τη Χρυσοπηγή (της Σίφνου), τη Χαλκίδα και το Αμφιαράειο, είτε τέλος για τη λέξη «Βασανίζομαι» σ’ έναν λευκό τοίχο είτε για το χαρτί με σημειωμένο πάνω του με κόκκινο μαρκαδόρο «Διακοπές ο κουλουράς», το κολλημένο σε μια κολόνα, να μην έχεις να κάνεις με «τόπους», με αφηρημένες έννοιες ή με συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά με μια καθημερινότητα που, αν και τροφοδοτημένη με διαφορετικά υλικά, μόνον έτσι αποκτά τον χαρακτήρα ενός «σήματος».
«Τίποτε το ανθρώπινο δεν θα ήταν δυνατόν να μου είναι ξένο», θα μπορούσε να επαναλάβει μαζί με τον Τερέντιο η Μαθιουδάκη, αλλά το ανθρώπινο εννοημένο μ’ έναν τρόπο –καθώς το καταδεικνύουν δυο διηγήματα στην ενότητα «Ονειρο ή αλήθεια;» με τους τίτλους «Ο γέρος και ο χρόνος» και «Η στιγμή» –ώστε η διάρκεια που υποτίθεται πως εκφράζει ο άνθρωπος να λογαριάζεται ως συνώνυμη της «στιγμής», ενώ το εφήμερο μιας αράχνης, ενός μυρμηγκιού ή μιας μύγας να γίνεται εντυπωσιακό στη χρονική του απεραντοσύνη. Και όλα αυτά αβίαστα, σαν το ένα να γεννάει το άλλο ώστε οι σβίγκοι με το μέλι στο «Ψωμί», οι Τσιγγάνες στο «Οι μοίρες της οδού Σταδίου», ο Αφγανός στο «Αέρας καβαλάρης» και το δικούμπωτο εγγλέζικο μπλέιζερ στο «Ντυμένο σε προσέχουνε» να επικοινωνούν ανάμεσά τους σαν να πρόκειται να αποτελέσουν τα κομμάτια μιας ενιαίας σύνθεσης, τόσο μάλιστα καθαρής όσο η καθεμία παρουσία καταγράφεται μέσα σου με τα εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Με τόση μάλιστα συγγένεια ανάμεσά τους –κάτι πραγματικά πρωτοσυνάντητο –ώστε κομμάτια ενός διηγήματος θα μπορούσε να μετακινηθούν και να υπάρξουν ως συνέχεια και εξέλιξη ενός άλλου διηγήματος, χωρίς ούτε το διήγημα που «δανείζει» ούτε το διήγημα που «δανείζεται» να χάνει τίποτε στην αισθητική του ακεραιότητα ή στην ουσία του περιεχομένου του. Αν η «βιασύνη» της Μαθιουδάκη να ολοκληρώνει ακόμη και τα εκτενέστερα –αυτά των τριών σελίδων διηγήματά της –δεν είναι παρά ένας τρόπος για να εντυπωσιάσει, με την έννοια ότι αισθάνεσαι τους αφηγηματικούς χυμούς σχεδόν ανέπαφους, αν και έχει τελειώσει η ανάγνωση του διηγήματος, θα πρέπει να οφείλεται στην επαγγελματική της ιδιότητα. Οπως διαβάζουμε στο πολύ σεμνό, είναι αλήθεια, βιογραφικό της, πρόκειται για μια γυναίκα εργαζόμενη στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αφού «σπούδασε Οικονομικές Επιστήμες στην Αθήνα και το Αμβούργο». Φαίνεται πως η ακρίβεια μιας θετικής επιστήμης μεταφράζεται σε μια «κυριολεξία» στον χώρο της λογοτεχνικής γραφής, κυριολεξία τόσο πιο εντυπωσιακή καθώς δεν αφορά μόνο θέματα συγκεκριμένα, αλλά και σχέσεις περίπλοκες, ασαφείς καθώς θα μπορούσε να προταθεί και ως ένα είδος κουίζ, ποια σχέση μπορεί να διατηρεί ένας υδραυλικός με το δάκρυ ή ένας ουρανός ζωγραφιστός σαν trompe-l’ oeil της Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης με την ποδοσφαιρική ομάδα Ατρόμητος. Δεν αποκλείεται να πρόκειται και για μια τόσο πλούσια φαντασία που ακριβώς επειδή δεν μπορεί να πειραματιστεί η αφηγήτρια στο καθαυτό επάγγελμά της, πειραματίζεται στη γραφή της, ενώ μέρος του πειράματός της είναι να καθιστά τον αναγνώστη ολιγαρκή ως προς την απόλαυση που του προσφέρει. Αν και θα μπορούσε να κάνει την απόλαυση να εκραγεί κι ενώ έχει προετοιμάσει τον αναγνώστη για κάτι αντίστοιχο, τελικά τον κάνει να αναρωτιέται μήπως έφταιξε ο ίδιος και η εκσπερμάτωση έμεινε ανολοκλήρωτη, αφού δεν μπορεί να δώσει στο κείμενο μια συνέχεια που η αφηγήτρια τον έκανε να πιστέψει ότι είναι προσωπική του υπόθεση.
Στέρφα γη
Ενα είδος χαρίσματος και αυτό όσον αφορά τη Μαθιουδάκη αφού δύο αράδες γνήσιας αφηγηματικής υφής μπορεί να ισορροπούν και να υπερτερούν σε συγκίνηση, σε σχέση με έξι γραμμές δοκιμιογραφικής στόφας, αν δεν τις μεταβάλλουν κι αυτές σ’ ένα αυθεντικό ανάκρουσμα μιας αισθηματικής περιπέτειας. Ετσι όπως μας γίνεται καταληπτό με την κατακλείδα ενός έξοχου διηγήματος μιάμιση μόνο σελίδας με τον τίτλο «Το φαΐ», σε τέτοιο βαθμό πυκνό ώστε ακόμη και η αφιέρωση που υπάρχει, «της Αρετούσας», κάτι να προσθέτει. Αναφέρεται το διήγημα στην κάθοδο ενός φοιτητή στη Νότια Κρήτη απ’ όπου κατάγεται, με τη γιαγιά του να ετοιμάζει το φαγητό με ό,τι της προμήθευε το περιβολάκι της –μια φασολιά, λίγο σπανάκι, μελιτζάνες, κουκιά –και την αφηγήτρια να «συνοψίζει»: «Οικιακή οικονομία μιας άλλης εποχής που μετά βίας γέμιζε μια – δυο σακούλες σκουπίδια τον χρόνο. Που κάθε πράγμα είχε τον τρόπο του και τη χρήση του. Που τίποτε δεν σπαταλιόταν ή πήγαινε χαμένο. Ακόμα και το κουτί Νουνού το σκέπαζαν στο χώμα να σαπίσει, να γίνει σίδερο και λίπασμα για τη στέρφα γη».
Τώρα, δίπλα σε ψυγεία γεμάτα, ακούς ακόμη τη φωνή της: «Ελα, παιδί μου, να φας μια ολιά φαΐ».

Εύα Μ. Μαθιουδάκη

Μικρά πείσματα

Εκδ. Το Ροδακιό 2017

Σελ. 136,

Tιμή:

14,80 ευρώ