Ξεκίνησε τη διαδρομή στον θαυμαστό γενναίο κόσμο της αρχιτεκτονικής αναζητώντας εξηγήσεις για το κενό, τη σχισμή, τη χαραμάδα και το ελάχιστο τίποτα. Αεικίνητος, πάντα νέος και ποτέ στατικός, ο Δημήτρης Φατούρος, μέντορας πολλών φοιτητών Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, με οξυδερκές ύφος στα δοκίμια και τα άρθρα του ως τακτικός συνεργάτης στο «Βήμα», επιδιώκει έως και σήμερα να ξαφνιάζει.
Οπως τώρα που αποφάσισε να πραγματοποιήσει μία ιδέα, χρόνια τώρα αφημένη στην άκρη, επειδή οι υποχρεώσεις της διδασκαλίας μονοπωλούσαν τον χρόνο του. Σε λίγες μέρες, στη Θεσσαλονίκη, ο «Μίμης» όπως τον αποκαλούν οικείοι και φίλοι, θα δείξει τη ζωγραφική του πλευρά. Στην έκθεση «Εικαστική Δίοδος – Αρχείο 1966» στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, στη Βίλα Καπαντζή, από 6 Σεπτεμβρίου έως 5 Νοεμβρίου.
Είναι πολλά αυτά τα έργα του ζωγράφου που εκτίθενται για πρώτη φορά παραμένοντας έως σήμερα άγνωστα, ακόμα και σε συνεργάτες του καλλιτέχνη. Πίνακες με λάδια και μεικτές τεχνικές, σχέδια με μελάνι σε χαρτί, ίχνη γραφής που αναζητούν γέφυρες της αρχιτεκτονικής πρακτικής με τη ζωγραφική . Και όχι μόνο. «Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας, οι συχνές αναφορές στον ποιητικό μοντερνισμό, η επεξεργασία διαχρονικών φιλοσοφικών εννοιών και προπαντός το “πάθος για τη σωματικότητα” και η ερωτική αντιμετώπιση του τοπίου, είναι δομικά στοιχεία της δουλειάς του Φατούρου» σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης Χριστόφορος Μαρίνος.
«Το 1966 θα έφευγα για την Αμερική ως επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και γι’ αυτόν τον λόγο διέλυσα το εργαστήρι μου. Πέταξα τα πινέλα μου, τα χρώματα, όλα. Σχεδόν δεν άφησα τίποτα, καθώς ήμουν αποφασισμένος τότε για να ασχοληθώ καθαρά με την αρχιτεκτονική και μέσα από αυτή να βρω τη σημασία της νέας δημιουργικότητας. Κι έτσι ξέμεινε το σχέδιο ως επιθυμία να διατυπώνονται τα πράγματα που μου περνούσαν από το μυαλό. Συστηματικά ξανάρχισα να ζωγραφίζω από το ’90 και μετά. Μου έκανε καλό αυτή η διακοπή» λέει ο πολυπράγμων επιστήμονας στην τηλεφωνική μας επικοινωνία, επιλέγοντας μία αφαιρετική ποιητικότητα για να περιγράψει έναν βίο αδιάκοπων διακυμάνσεων, μεταξύ αρχιτεκτονικής, τέχνης, διδασκαλίας, συγγραφής και συμμετοχής στα κοινά.
Η ενασχόληση του Δημήτρη Φατούρου με τη ζωγραφική συμπίπτει με την Απελευθέρωση της Αθήνας το 1944. Τον επόμενο χρόνο, ξεκινά φροντιστήριο σχεδίου με τον αρχιτέκτονα και ζωγράφο Τάκη Μάρθα, ο οποίος θα τον μυήσει στο χρώμα και στις μεταμορφώσεις του αντικειμένου από το φως και τη σκιά. Και τον Οκτώβριο του ’45 ξεκινά να σχεδιάζει πορτρέτα ανδρών και γυναικών, τοπία και κατοικίες στην Αθήνα και στην Αττική. Αντιγράφει με κάρβουνο νεκρές φύσεις ενώ σχεδιάζει με σινική μελάνη ποιμενικά θέματα: έναν τσοπάνη, έναν ανεμόμυλο και ένα παραθαλάσσιο τοπίο. Σκιτσάρει επίσης με μολύβι ένα κοιμητήριο που μοιάζει να βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. Ο τίτλος του είναι «Γαλήνη, και η μπόρα φτάνει».
Η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», του Στρατή Δούκα, γραμμένο στα 1929 είναι μια από τις συντομότερες και πιο δραστικές αφηγήσεις της περιπέτειας όσων δεν μπόρεσαν να διαφύγουν έγκαιρα από τη μικρασιατική ακτή το 1922. Ο Φατούρος δηλώνει επηρεασμένος από το λογοτεχνικό έργο στο οποίο αναφέρεται όλη η γενιά του ’30. Κρατά από αυτό το ανάγνωσμα των δεκαεπτά του χρόνων τον χαρακτήρα ντοκουμέντου της μνήμης και το διοχετεύει στο εικαστικό του έργο. «Να διασώσω μία εικόνα, μία παράδοση, μία ιδέα ή εμπειρία, ακόμα και τραυματική, που είναι σημαντικό να περάσει στη μνήμη μας» λέει, εξηγώντας ότι την περίοδο 1950-54 χρησιμοποιεί την έκφραση «εικαστική δίοδος».
Ο μεταπολεμικός νεαρός φοιτητής αρχιτεκτονικής του Πικιώνη στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο που συνέχισε τη μαθητεία του στη ζωγραφική με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα μέσα από αυτό το πέρασμα γεφυρώνει τα εικαστικά με την αρχιτεκτονική. Παράλληλα, εμπνεόμενος από τα ταξίδια του στη Σαντορίνη, την Κρήτη και το Ναύπλιο, στις ελαιογραφίες του αποτυπώνεται η ερωτική του σχέση με το τοπίο. «Είχα, λοιπόν, εκείνη την εποχή την τύχη να αρχίσω να καταλαβαίνω ότι η ζωγραφική και η αρχιτεκτονική ήταν πολύ κοντά χάρη στον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και στον Πικιώνη. Η αναφορά του Γκίκα στον χώρο, στους συμβολισμούς, στις μορφές, και του Πικιώνη στη ζωγραφική σχέση των αντικειμένων της αρχιτεκτονικής με έκαναν να αναζητήσω αυτή την ερωτική, θα έλεγα, καταγραφή του τοπίου στην αρχιτεκτονική πραγματικότητα».
Ο ερωτισμός, είναι η άλλη κεντρική αρτηρία στο έργο του Δημήτρη Φατούρου. Επιστρέφει και στη σημερινή συζήτηση, καθώς παρατηρεί πως «όποιος δηλώνει ενθουσιασμένος από την άυλη πραγματικότητα, δεν μπορεί να κατανοήσει την απώλεια της σωματικότητας. Αν σχεδιάζεις στον υπολογιστή και όχι με το χέρι, είναι σαν να χαϊδεύεις το σώμα πατώντας ένα μεταλλικό κουμπί και να αποξενώνεσαι από την απτικότητα της εμπειρίας».
Από το 1959 έως το 1966 ο Δημήτρης Φατούρος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα μελετά την ποίηση του Ρεμπό και του Μαλαρμέ. Γοητευμένος από την αλχημεία των λέξεών τους δημιουργεί τα δικά του «κείμενα» σχεδιάζοντας στο χαρτί τις δικές του λέξεις με σινική μελάνη.
Στην Αμερική ο εικαστικός αρχιτέκτονας παραδίδεται στην αυστηρότητα της γεωμετρίας. «Και σε μια εποχή που εκδήλωνε παγκοσμίως μια καινούργια κινητικότητα. Το 1967 βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ μέσα στην ζύμωση της νεανικής επαναστατικότητας. Και τώρα όμως θα έλεγα ότι κάτι συμβαίνει παντού, αλλά είναι αδιόρατο και δεν το ξέρουμε ακόμα. Θα έλεγα ότι όλη αυτή η γενικευμένη πόλωση, είτε μιλάμε για την καθ’ ημάς πολιτική ζωή είτε για την κοινωνική αναταραχή στην Αμερική του Τραμπ, μας κάνει σκεπτικούς, αν όχι σιωπηλούς. Ισως να μην είναι καιρός να θέτουμε ερωτήματα , επειδή διάφορες μορφές βίας έχουν εγκατασταθεί και απλωθεί πολύ».
Πού βρίσκεται λοιπόν το νόημα των έργων, των λόγων και των σκέψεών μας; «Δεν σταμάτησα να αναζητώ, να δημιουργώ κόσμους ζωής, τους οποίους εντοπίζω στη χαραμάδα, τη σχισμή, την επανάληψη, την τραχύτητα, το κενό. Καθημερινά βρίσκω και άλλες απαντήσεις. Οπως στην υπερβολική συζήτηση που κάνω εδώ και χρόνια για τις καταγωγές των ανθρώπων. Οπως ρώτησα εσάς, ρωτώ τους οδηγούς των ταξί, από ποιο μέρος κατάγονται. Σαν να θέλω να βρω τι είναι αυτό που μας ενώνει και ό,τι είναι μεγαλύτερο από αυτό που μας χωρίζει».