Πώς μπορεί να μιλήσει άραγε κανείς για τη Μαρία Κάλλας σήμερα χωρίς να πέσει στην παγίδα της κοινοτοπίας; Αλλά και πώς να αποφύγει τον χαρακτηρισμό της ως σημαντικότερης λυρικής ερμηνεύτριας του 20ού αιώνα; Είναι αδύνατον να μη γίνει αναφορά στην τρομακτική της θέληση, με την οποία μπόρεσε να δαμάσει μια μεγάλη -όχι ιδιαίτερα ωραία φωνή, όπως έγραφαν οι ειδήμονες- και να τη μετασχηματίσει σε εκφραστικό όργανο μεγάλης ακρίβειας. Η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, μεγάλη ντίβα της εποχής και δασκάλα της Κάλλας, υποστήριζε ότι η μαθήτριά της παρακολουθούσε όχι μόνο τις υψιφώνους, αλλά επίσης τους τενόρους και τους βαρύτονους. Ναι, ήταν μια ιδιαίτερη μελέτη. Ετσι, με αυτήν τη «σκούρα», όπως την έχουν χαρακτηρίσει, φωνή κατάφερε να ερμηνεύσει ρόλους που απαιτούσαν μεγάλη δεξιοτεχνία: από την Ελβίρα στους «Πουριτανούς» ώς την Κονστάντε στην «Απαγωγή από το σεράι». Την ίδια περίοδο, στην αρχή δηλαδή της σταδιοδρομίας της, άρχισε να εμφανίζεται σε βαρύ δραματικό ρεπερτόριο, ερμηνεύοντας την Τουραντότ αλλά και ηρωίδες του Βάγκνερ, όπως η Κούντρι στον «Πάρσιφαλ» και η Βρουγχίλδη στη «Βαλκυρία». Ισως φαντάζουν αδιανόητα πράγματα στο τοπίο της σημερινής εξειδίκευσης.

Δεν μπορεί επίσης να παραλείψει κανείς ότι η Κάλλας συνέβαλε αποφασιστικά στην αναβίωση έργων του παρελθόντος, όπως «Η Εστιάδα» –«La Vestale» –του Σποντίνι, η «Αννα Μπολένα» και ο «Πολύευκτος» –«Poliuto» –του Ντονιτσέτι. Και η «Νόρμα» του Μπελίνι έγινε δημοφιλής όταν η Κάλλας τη σφράγισε με την ερμηνεία της.

Επαιζε με κάθε της κύτταρο! Κάθε ρόλος της ήταν ένα καινούργιο στοίχημα. «Δεν ξεχώριζε κανείς τα πόδια των ελεφάντων από αυτά της Αΐντας» είχε γράψει κριτικός της εποχής σχολιάζοντας τη σωματοδομή της. Η Κάλλας αδυνατίζει και γίνεται η ιδανική Βιολέτα Βαλερή, η φθισική ηρωίδα του Δουμά, όπως τη μελοποίησε ο Βέρντι στην όπερά του «La traviata». Η σπουδαία ντίβα έδειξε τι μπορεί να κατορθώσει κανείς με τη θέληση αλλά και πώς μπορεί να γίνονται τα πράγματα. Η όπερα σταμάτησε να αποτελεί πρόφαση για περίτεχνο τραγούδι και μετασχηματίστηκε σε σκηνικό θέαμα. Πριν από μερικά χρόνια ρώτησαν τη Ναταλί Ντεσέ ποιον ή ποια θαυμάζει περισσότερο και εκείνη απάντησε «τη Μαρία Κάλλας». Ο δημοσιογράφος την αντέκρουσε λέγοντάς της: «Αφήστε τα αυτά! Είναι κοινότοπη η απάντησή σας». Εκείνη τον αποστόμωσε ανταπαντώντας: «Μα είναι αλήθεια! Απλώς ήταν η καλύτερη».

Η Εθνική Λυρική Σκηνή στις 14 Σεπτεμβρίου διοργανώνει γκαλά όπερας, 40 χρόνια από τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας. Τρεις σομπράνο, η Τσέλια Κοστέα, η Μυρτώ Παπαθανασίου και η Χριστίνα Πουλίτση, θα ερμηνεύσουν αποσπάσματα από όπερες των Τζουζέπε Βέρντι, Σαρλ Γκουνό, Λεό Ντελίμπ, Τζάκομο Πουτσίνι, Ουμπέρτο Τζορντάνο, Γκαετάνο Ντονιτσέτι, Βιντσέντσο Μπελίνι, που σημάδεψε με τις ερμηνείες της η Μαρία Κάλλας. Τι σημαίνει άραγε για τις τρεις ερμηνεύτριες το όνομα της Μαρίας Κάλλας;

ΙΝFO

14 Σεπτεμβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού. Την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής θα διευθύνει ο Ηλίας Βουδούρης

Μυρτώ Παπαθανασίου

«Θεατρικότηταμέσω της φωνής»

«Στο σπίτι μου πάντα ακούγαμε Μαρία Κάλλας. Η μητέρα μου ήταν μεγάλη θαυμάστριά της, μου μιλούσε συνέχεια για το πόσο σπουδαία ήταν. Ημουν στο Δημοτικό όταν άκουσα για πρώτη φορά “Τραβιάτα”. Δεν μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί αφού είχα έρθει σε επαφή με σπουδαία έργα – δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο». Μεγαλώνοντας όμως και εμβαθύνοντας στην τέχνη του λυρικού τραγουδιού, η Μυρτώ Παπαθανασίου, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο «Μαρία Κάλλας – καλύτερη πρωτοεμφανιζόμενη καλλιτέχνις, 2012» ερμηνεύοντας Τραβιάτα στο Ντάλας, ανακάλυψε την ομορφιά της χροιάς της και τη σπουδαία ερμηνεία της. Για την καταξιωμένη σοπράνο η σπουδαία κληρονομιά που άφησε η Μαρία Κάλλας είναι «η θεατρικότητα διά μέσου φωνής. Αν κλείσω τη φωνή και παρακολουθώ μόνο το πρόσωπό της μπορώ να καταλάβω από τον μορφασμό και τη ματιά της σε ποιο σημείο της άριας βρίσκεται. Από το βλέμμα της, αν θα είναι κοφτερή η ματιά της, πώς κουνάει τα φρύδια της ή τα χέρια της. Τραγουδούσε με όλο της το είναι. Αυτός είναι ο λόγος που οι μεγαλύτεροι σκηνοθέτες την αναζητούσαν και την ήθελαν ξανά και ξανά». Ο μύθος της Κάλλας για τη Μυρτώ Παπαθανασίου: «Νομίζω ότι κατάφερε και να προκαλέσει επανάσταση στη σκηνική ερμηνεία, αλλά και να συνεισφέρει στο λυρικό τραγούδι τα μέγιστα, αναβιώνοντας ξεχασμένους τίτλους όπερας. Και αυτό προέκυπτε από το γεγονός ότι την επέλεγαν μεγάλοι σκηνοθέτες και την εμπιστεύονταν για τέτοια εγχειρήματα». Υπάρχει κάτι που έκανε η Κάλλας και αποτέλεσε πυξίδα για την πορεία της Μυρτώς Παπαθανασίου; «Οπως η ίδια έδινε μεγάλη σημασία στον λόγο, στο λιμπρέτο που τραγουδούσε, πάνω σε αυτό έχτιζε τον ρόλο. Είναι κάτι που σαφώς προσπαθώ και εγώ να ακολουθώ πιστά, για να βιώνω την κατάσταση. Να μην είναι ένα απλό τραγούδι».

Τσέλια Κοστέα

«Οδηγός μου είναιη ερμηνεία της “Τόσκα”»

Η Τσέλια Κοστέα, η οποία γεννήθηκε στη Ρουμανία και σπούδασε μουσική στο Μουσικό Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, ανασύρει από τη μνήμη της τις πρώτες εικόνες που σχηματίστηκαν μέσα της όταν ήρθε σε επαφή με τη σπουδαία σοπράνο. «Οταν άκουσα για πρώτη φορά τη Μαρία Κάλλας, συνειδητοποίησα αμέσως ότι πρόκειται για μια πολύ ξεχωριστή φωνή. Οταν είδα όμως ένα βίντεό της αντιλήφθηκα το μέγεθος της προσωπικότητάς της, τη σπουδαιότητα του ταλέντου της και όλα εκείνα που συνέθεταν την απόλυτη ντίβα». Η Κοστέα έχει διακριθεί σε έντεκα από τους σημαντικότερους διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού. Έχει μελετήσει με επιμονή σπουδαίες ερμηνείες, αλλά το σημείο αναφοράς – όχι μόνο για εκείνη αλλά και για τις απανταχού σοπράνο – είναι η φωνή της Κάλλας. Η κληρονομιά που άφησε η ντίβα του λυρικού τραγουδιού για την Τσέλια Κοστέα βρίσκεται κυρίως στην επαναστατική ερμηνεία της, που δημιούργησε καινούργιες εικόνες, ένα νέο πρότυπο για όλους τους τραγουδιστές της όπερας. Όπως λέει, έφτιαξε έναν μύθο. Για την Τσέλια Κοστέα, η πορεία της οποίας έχει σφραγιστεί με ρόλους όπως Μαργαρίτα (Φάουστ), Νέντα (Παλιάτσοι), Μικαέλα (Κάρμεν), Λεονόρα (Ο τροβαδούρος), Δυσδαιμόνα (Οθέλλος), Ελιζαμπέτα (Ντον Κάρλος), Λιου (Τουραντότ), Μιμή (Μποέμ), Τόσκα, Ελενα (Ο Σικελικός Εσπερινός) αλλά και συνεργασίες με σπουδαία ονόματα όπως οι Σ. Οζάουα, Μ. Ελντερ, Α. Φις, Γ. Κον, Γ. Κόουτ, Π. Στάινμπεργκ, Γ. Κοβάτσεφ, Α. Βερονέζι, υπήρξε ένα σημείο καμπής στη σχέση της με τη Μαρία Κάλλας: «Ηταν η στιγμή που θα έκανα το ντεμπούτο μου στην Τόσκα. Η δική της ερμηνεία αποτέλεσε και αποτελεί για μένα πάντα οδηγό. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι παραμένουν για πάντα στην αιωνιότητα. Είναι ένας από αυτούς».

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΟΥΛΙΤΣΗ

«Αναβίωσεσημαντικές όπερες»

Για τη Χριστίνα Πουλίτση, τη σοπράνο που πάτησε το πόδι της στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου και μάγεψε με την ερμηνεία της ως Βασίλισσα της Νύχτας στον «Μαγικό αυλό», η Μαρία Κάλλας «άφησε έναν θησαυρό ηχογραφήσεων με ερμηνείες πιστές στο μουσικό κείμενο, γεμάτες σεβασμό στο πρόσωπο του συνθέτη. Ερμηνευτική ευαισθησία και στυλιστική πρωτοτυπία! Μια παρακαταθήκη που αποτελεί παράδειγμα και σημείο αναφοράς ταυτόχρονα, το οποίο εξελίσσουμε και στο οποίο όλο και επιστρέφουμε». Ποια ήταν η μεγαλύτερη συνεισφορά της; Η επανάσταση που έφερε στη σκηνική ερμηνεία ή η αναβίωση ξεχασμένων τίτλων όπερας;

«Και τα δύο. Η διαίσθηση που έχω σχετικά με την ερμηνεία της Μαρίας Κάλλας πάνω στη σκηνή είναι πως το ψυχικό της σθένος ήταν ανεξάντλητο και αποτυπωνόταν σε κάθε νότα ως προσωπική της σφραγίδα. Οταν τραγουδούσε δεν υπήρχε κανένα εγωπαθές φίλτρο ανάμεσα στην ίδια και το κοινό. Η ερμηνεία της μεταφραζόταν σε εμπειρία της απόλυτης αλήθειας και ειλικρίνειας. Πράγμα που την καθιστά μοναδική μέχρι και σήμερα. Από την άλλη πλευρά, υπήρξε ο σωτήρας του ρεπερτορίου του μπελκάντο και όχι μόνο. Αναβίωσε όπερες όπως την “Τραβιάτα”, την “Αννα Μπολένα” και τη “Λουτσία ντι Λαμερμούρ”. Εργα τα οποία θα είχαν χαθεί χωρίς τη συμβολή της. Η στυλιστική της παρέμβαση δε, βοήθησε το κοινό να εκτιμήσει την πραγματική ουσία της όπερας».

Ποιο κομμάτι από την πολύπλευρη προσωπικότητα της Μαρίας Κάλλας αποτέλεσε πυξίδα για τη Χριστίνα Πουλίτση; «Ως υπότροφος του Συλλόγου υποτροφιών “Μαρία Κάλλας” και του Συλλόγου “Οι φίλοι της Μουσικής” , σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου και έκανα τα πρώτα μου επαγγελματικά μουσικά βήματα. Οι ερμηνείες της ηχούν στα αφτιά μου σαν σοφά λόγια, βοηθώντας με να φτιάξω τη δική μου προσωπική σφραγίδα, πράγμα που ώς τώρα με συντροφεύει με επιτυχία στις συνεργασίες μου με μαέστρους όπως ο Ζούμπιν Μέτα και ο Τζιαναντρέα Νοσέντα».