Για να λέμε την αλήθεια, το συνέδριο της εσθονικής προεδρίας ήταν ήσσονος ακαδημαϊκής σημασίας, παρά το ενδιαφέρον της θεματολογίας του. Προσωπικώς, θα έθετα ένα άλλο ερώτημα, πέρα από εκείνα που αφορούν κάθε είδους εγκλήματα:
Τα συνέδρια που αφορούν την πρόσφατη ιστορία της Ευρώπης, πρέπει να οργανώνονται με βάση τις πολιτικές προτεραιότητες της εκάστοτε προεδρίας ή από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση; Εννοείται πως η Εσθονία έχει κάθε δικαίωμα να οργανώσει ό,τι συνέδριο θέλει με τα χρήματα των εσθονών φορολογουμένων. Ας φαντασθούμε όμως την Ουγγαρία να θέτει ως θέμα συνεδρίου της δικής της προεδρίας το πλήρες κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων στους σύρους πρόσφυγες ή την Πολωνία στο γιατί θα πρέπει να περιοριστεί ο ανεξάρτητος ρόλος της δικαιοσύνης.
Στο πλαίσιο αυτό, ατυχής η απάντηση του υπουργού Δικαιοσύνης, που προσπάθησε να δώσει μαθήματα ιστορίας σε μια χώρα που υπέφερε πολύ από τη σοβιετική κατοχή. Βρεθήκαμε έτσι ξαφνικά ταλαιπωρούμενοι από έναν «κλεφτοπόλεμο» του Διαδικτύου, βασισμένο σε μια σχετικοποίηση του ποιος είναι καλύτερος. Ετσι, από τη μία πλευρά οι Ναζί βρέθηκαν αγκαλιά με τους κομμουνιστές, ενώ από την άλλη οι πρώην ευρωκομμουνιστές που κυριαρχούν στην ελληνική κυβέρνηση ανακάλυψαν ξαφνικά τα εγκλήματα των δεξιών στη χώρα.
Λίγα χρόνια πριν από τη φυλάκιση του πατέρα μου, το αντάρτικο ιππικό της Θεσσαλίας συνέλαβε τον παππού μου. Είχε πάει σε γάμο συγγενών του έξω από το Μουζάκι της Καρδίτσας και έτυχε οι συγγενείς να είναι δεξιοί. Ο ίδιος ήταν βενιζελικός βεβαίως και φίλος του Αρη Βελουχιώτη. Ως εκ τούτου, δεν αισθανόταν κανένα φόβο για τη ζωή του. Γι’ αυτό και όταν οι συγκρατούμενοί του απέδρασαν μέσα στη νύχτα από το κτίριο που τους είχαν μαντρώσει, ο παππούς μου έμεινε ήσυχος στη θέση του. Την επόμενη μέρα, οι αντάρτες τον βασάνισαν άγρια, τον κρέμασαν ανάποδα από μια γέφυρα και τον εκτέλεσαν.
Πολλά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του εβδομήντα, συμμετείχα ως εκπρόσωπος του Ρήγα Φεραίου στο γραφείο περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ Εσωτερικού. Γραμματέας ήταν ο πρώην αξιωματικός του αντάρτικου που έδωσε την εντολή εκτέλεσης του παππού μου. Τον ρώτησα αν θυμόταν την ιστορία και μου απάντησε: «Τι θέλεις παιδί μου, τι τα σκαλίζεις αυτά; Αυτές δεν ήταν κανονικές εποχές». Μεγάλωσα λοιπόν σε ένα σπίτι όπου η ανάγνωση της ιστορίας μπορούσε να έχει πολλές εκφάνσεις. Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, σε ένα οικογενειακό γεύμα, ύψωσα τον τόνο της φωνής μου σε αδερφό του πατέρα, ανώτατο αξιωματικό της εποχής. Κάτι σαν να ζητούσα εξηγήσεις για τη συμμετοχή του στην άλλη πλευρά. Πετάχτηκε τότε η γιαγιά μου και μου είπε: «Ασ’ το Ηλία, αυτά ήταν άλλα χρόνια». Και μαζί της συμφώνησε ο πατέρας μου.
Είχαμε μπει πλέον σε μία κανονικότητα. Εκτοτε η Ελλάδα έχει ζήσει μια ομαλή δημοκρατική περίοδο, την οποία πρέπει να διαφυλάξει ως κόρη οφθαλμού. Οι παλιοί που έζησαν σε μη κανονικές συνθήκες, ήξεραν και ξέρουν να εκτιμούν τα αγαθά της εθνικής συμφιλίωσης. Αυτό που προέχει τώρα δεν είναι οι εμφύλιες διαμάχες των social media, ούτε η παρελθοντολογία. Αντ’ αυτών πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για το μέλλον της μεταμνημονιακής Ελλάδας. Αυτό είναι βέβαια μία υπόθεση που δεν θα κριθεί στους καβγάδες του Ιντερνετ.