Πρώτα ανεβήκαμε στην καρότσα –δώρο στην κόρη μου για τα γενέθλιά της, μια βόλτα με το αμαξάκι -, πρώτα καλοκαθήσαμε και άρχισε η σούστα να τσουλάει από το Λιστόν προς τη Σπιανάδα και έπειτα συνειδητοποίησα ότι ο αμαξάς ήταν τελείως μεθυσμένος. Τραύλιζε ημιτελείς πληροφορίες, «στα αριστερά μας βλέπετε το Παλιό… το Παλιό… Φρουρ…» κι έπειτα φαλτσοτραγουδούσε «Κέρκυρα, Κέρκυρα με το Ποντι –χικ! –με το Ποντικονήσι…». Με την αλλόκοτη αλλά ουσιαστική, βαθιά διαύγεια που αποκτούν όσοι θύουν στον Βάκχο καθημερινά, ο αμαξάς αποπειράθηκε να με καθησυχάσει. «Μη νοιάζεσαι άμα εγώ τα έχω λίγο τσούξει. Ο Θανασάκης δεν έχει πιει σταγόνα!» με διαβεβαίωσε. «Πρρρ, Θανασάκη!» έκανε και του τράβηξε το χαλινάρι για να τον κάνει να στρίψει προς τη Γαρίτσα.
Μπορεί να μην καθησυχάστηκα ακριβώς, εξέλαβα όμως τη φράση του σαν μεταφορά. «Το άλογο να κρατιέται νηφάλιο» σκέφτηκα. «Κι ο αμαξάς ας παραντουράει…».
Ποιο θα μπορούσε να είναι το άλογο εκτός από τον Θανασάκη; Μα όλοι εμείς είμαστε άλογα, στα καθημερινά μας δρομολόγια, στις εξαιρετικές μας διαδρομές, στους καλπασμούς και στους τριποδισμούς μας. Εμείς, που γεννιόμαστε ελεύθεροι πάσης δουλείας και φιλοδοξίας, πουλάρια ατίθασα κι ευθύς αμέσως μας σβερκώνουν μια σέλα και –δυο-τρεις δεκαετίες αργότερα –μας βάζουν να σέρνουμε κι ένα κάρο με γνωστούς ή άγνωστους επιβάτες. Εμείς, που μας φοράνε παρωπίδες για να κοιτάζουμε μόνο μπροστά, που μας μαλαγανιάζουν πότε πότε χτενίζοντάς μας τη χαίτη –να γυαλίζει –και μας φιλοδωρούν με κύβους ζάχαρης. Εμείς, που φτάνουμε καμιά φορά στο τσακ να αφηνιάσουμε, να σπείρουμε το χάος γύρω μας, το ύστατο όμως δευτερόλεπτο συγκρατούμαστε, χρεμετίζουμε για την τιμή των όπλων κι αμέσως ξανασκύβουμε το κεφάλι και συνεχίζουμε, γιατί άραγε; Για ποιον λόγο;
Και ο αμαξάς; Ο αμαξάς είναι το χέρι που κρατάει το γκέμι κι ανεμίζει το καμτσίκι. Οι πιο απλοϊκοί το βαφτίζουν πολιτική εξουσία, ταξικό εχθρό –του δίνουν τη μορφή κάποιου τυράννου ή ενός εκλεγμένου απατεώνα, το πρόσωπο του Κιμ της Βόρειας Κορέας ή του Ντόναλντ Τραμπ, το αποκαλούν στην Ελλάδα Σόιμπλε, «μέγγενη των δανειστών», «αν βγούμε απ’ τα Μνημόνια, βαυκαλίζονται, «θα απελευθερωθούμε…».
Φαντασιώσεις μειρακίων. Μακάρι να είχαμε απλώς στη ράχη μας κολημμένη μια βδέλα, να μας ρουφούσαν το αίμα κάποιοι κερδοσκόποι, ένα τραστ τραπεζών, οι αγορές… Ούτε φαντάζεστε πόσο εύκολα και επαναστατικά θα απαλλασόμασταν από δαύτους. Μακάρι να μας δυνάστευε ένας παράφρων, ένας αλκοολικός της εξουσίας, που απ’ το Οβάλ Γραφείο του ή από το Κρεμλίνο γαβγίζει διαταγές, μετακινεί πιόνια στη διεθνή σκακιέρα, διατάζει βομβαρδισμούς, κατεδαφίζει χώρες κι έπειτα κουμαντάρει το τσουνάμι των προσφύγων.
Η αλήθεια είναι ότι κάθε ορατή, συγκυριακή εξουσία αποτελεί θολή αντανάκλαση της υπέρτατης αρχής, η οποία εδρεύει όχι στους ουρανούς αλλά εντός μας.
Μιλάω για έναν Κύριο πιο κυρίαρχο κι απ’την ανάγκη. Για έναν δεσπότη που εκλαϊκεύεται παίρνοντας άλλοτε τα χαρακτηριστικά τού παιδοφάγου Κρόνου, άλλοτε του εκδικητικού Ιεχωβά, άλλοτε του πουριτανού –κατά Παύλον –Ιησού ή του πολεμοχαρούς Μωάμεθ. Δεν πρόκειται καν για έναν πατέρα-θεό, ο οποίος μας υπαγορεύει την ταπείνωση και την υποταγή εναλλάσσοντας μαστίγιο και καρότο, που μας κρατάει γονατιστούς για να τον υμνούμε και να ευφραίνεται.
Ο αμαξάς μας είναι τα γονίδιά μας. Η εντολή που μας έχουν εκ γενετής δώσει. Να μένουμε στον ίσιο δρόμο, να μην αφηνιάζουμε, να δίνουμε τόπο και στην πιο δίκαιη οργή. Να υπομένουμε, να αντιπαρερχόμαστε και την τρισάθλια σχεδόν και την πιο μεθυσμένη συμπεριφορά. Κι αν κάποτε το ποτήρι ξεχειλίσει και εξεγερθούμε και πετάξουμε το κάρο που τραβάμε στον γκρεμό, ευθύς να αναζητήσουμε καινούργιο όχημα για να ζευτούμε. Νέο φορτίο για να επωμισθούμε.
Γιατί; Διότι βαθιά μέσα μας το ξέρουμε πως είμαστε ταγμένοι. Οτι ένα άλογο χωρίς αγώι αποτελεί μια φράση δίχως νόημα, ένα κέλυφος αδειανό. Πως την αληθινή απελευθέρωσή μας -το σπάσιμο κάθε δεσμού –μόνο να την ονειρευόμαστε μπορούμε και να την τραγουδάμε. Πως όπως δεν υπάρχει ηρωική ζωή παρά μονάχα ηρωϊκός θάνατος –μια υπέρλαμπρη στιγμή κι έπειτα το απόλυτο σκοτάδι -, έτσι και η ελευθερία για τον άνθρωπο είναι ένα φάντασμα.
Τι κάνει ο άνθρωπος; Κουβαλάει, αγκομαχώντας, τα γονίδιά του στους αιώνες.