Το εγχείρημα της Δημοκρατικής Παράταξης ξεκίνησε με ανέλπιστα θεαματικό τρόπο. Δυναμικές υποψηφιότητες, συμμετοχή σχεδόν όλων των οργανωμένων φορέων του χώρου. Μια υπόθεση που κινδύνευε να εξελιχθεί σε εσωκομματική διαδικασία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης έλαβε άλλες διαστάσεις. Δημιούργησε τις προϋποθέσεις ώστε να αποτελέσει εθνικό πολιτικό γεγονός. Γιατί συνέβη αυτό; Για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι στενός και εσωτερικός. Ο κατακερματισμός και ο αδιέξοδος ανταγωνισμός μικροκομμάτων και προσώπων στον ίδιο χώρο έφτασε στα όριά του. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη επιβίωσε μένοντας όμως στα μεγέθη ΠΑΣΟΚ και Συνεργαζόμενοι. Το Ποτάμι αντιμετώπιζε προφανή υπαρξιακά προβλήματα και οι προσπάθειες να ιδρυθούν νέα ποτάμια, όπως η Ωρα Αποφάσεων, δεν έπεισαν. Αυτά ωστόσο είναι προβλήματα που αφορούν τους πολιτικούς και τους «μηχανισμούς» του χώρου, δεν αρκούν για την κατανόηση της ελπιδοφόρας εκκίνησης.
Χρειάζεται να συνυπολογιστεί ο δεύτερος λόγος, που αφορά την κοινωνία. Εννοώ αυτή τη διάχυτη, συνειδητή ή ασυνείδητη αίσθηση ότι η σημερινή διάταξη του κομματικού συστήματος είναι πηγή νέων προβλημάτων. Η ΝΔ δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει όλο τον κόσμο της φιλευρωπαϊκής Ελλάδας, ούτε να απορροφήσει τον μεσαίο χώρο. Από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι εκφραστής και αίτιο της παρατεταμένης στασιμοχρεοκοπίας και της φθοράς των θεσμών. Η προοπτική ενός τέτοιου δικομματισμού σημαίνει συνεχή αναπαραγωγή της παθογένειας και οπωσδήποτε δεν οδηγεί στην ανασυγκρότηση της χώρας. Ενα σημαντικό τμήμα της κοινής γνώμης αρχίζει να συνειδητοποιεί αυτή την πραγματικότητα. Αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έχει εγκλωβιστεί για έβδομο χρόνο στα Μνημόνια για πολιτικούς λόγους. Δεν εννοώ, ούτε συμμερίζομαι τη λαϊκιστική αγανάκτηση «κατά των πολιτικών», ούτε τα εγκώμια σε μια «αγνή και απατημένη κοινωνία». Πιστεύω ότι ιστορικά οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας κατά κανόνα προηγούνταν και υπερέβαιναν τον στενό ορίζοντα δράσης των κοινωνικών ομάδων οι οποίες βασίζονταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους σε μια μικροκαπιταλιστική συντεχνιακή οικονομική δομή. Υπήρχαν όμως και εποχές κρίσης, πόλωσης, διχασμού και αποπροσανατολισμού, που έδιναν την ευκαιρία να αναδειχτούν δημαγωγοί και πολιτικοί απατεώνες. Μια τέτοια περίοδο ζούμε ακόμα, και γι’ αυτό είμαστε η μόνη χώρα που υπέστη διπλή χρεοκοπία. Την πρώτη το 2010 με το τσουνάμι της παγκόσμιας κρίσης, και τη δεύτερη το 2015 με την εθνική ιδιαιτερότητα της αντιμνημονιακής απάτης και αυταπάτης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η ανασυγκρότηση της Δημοκρατικής Παράταξης, αν πραγματοποιηθεί, θα αποτελέσει κομβικό στοιχείο της εθνικής ανασυγκρότησης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το αίτημα συνδέεται με τη νέα αυτογνωσία που αποκτά ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας.
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις δεν εγγυώνται ωστόσο την επιτυχία του εγχειρήματος. Χρειάζεται οι πρωταγωνιστές και οι «μηχανισμοί» να υπερβούν εαυτούς. Είναι άλλωστε προφανές ότι αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για τον χώρο. Οι εσωτερικές ιδεολογικές αντιθέσεις είναι το μικρότερο πρόβλημά του. Προφανώς υπάρχουν διαφορετικές διαδρομές, νοοτροπίες, και αντιλήψεις. Ολες όμως οι τάσεις, είτε αυτο-ορίζονται Κεντροαριστερά, σοσιαλδημοκρατία, φιλελεύθερο ή προοδευτικό Κέντρο, εντάσσονται σε μια απόλυτα νόμιμη πολυσυλλεκτικότητα ενός κόμματος με σχετικά ευρεία εκλογική βάση. Πόσω μάλλον που το κόμμα θα αποτελεί μέλος της ευρύτερης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής ομάδας με όλες τις εθνικές παραλλαγές της. Ετσι συμβαίνει σε κάθε μαζικό κόμμα της Ευρώπης –τι να πει άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ που η πολυσυλλεκτικότητά του κινείται από τον Ρουβίκωνα ώς τον Καμμένο.
Πρωθύστερη είναι επίσης η συζήτηση για ενδεχόμενες μελλοντικές κυβερνητικές συνεργασίες, γιατί είναι επηρεασμένες από τη σημερινή διάταξη και τους σημερινούς συσχετισμούς των κομμάτων. Ομως η πρόθεση και ο στόχος του εγχειρήματος είναι να προκύψει σε πρώτη φάση ένα κόμμα μεσαίου μεγέθους, γεγονός που από μόνο του θα αναδιατάξει το κομματικό σκηνικό, θα έχει αλυσιδωτές αντιδράσεις στα άλλα κόμματα και θα απαιτήσει περαιτέρω θεσμικές προσαρμογές. Είναι βεβαίως σαφές ότι η επιτυχία αυτού του στόχου, η εδραίωση δηλαδή του νέου φορέα, θα κριθεί στις επόμενες εκλογές και εξαρτάται από τον αν θα επέλθει η λεγόμενη «στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ». Οχι μόνο γιατί από εκεί θα αντλήσει ψήφους, αλλά, το κυριότερο, γιατί θα επισφραγιστεί η αποτυχία της εθνικολαϊκιστικής αντίληψης που αποπροσανατόλισε επί επτά χρόνια την κοινωνία και την εγκλώβισε σε αδιέξοδες διχαστικές επιλογές.
Η Δημοκρατική Παράταξη υπάρχει στην κοινωνία. Δεν είναι μια ασπόνδυλη «μεσότητα» που είναι λίγο δεξιά και λίγο αριστερά, λίγο κράτος και λίγο αγορά, λίγο ατομικότητα και λίγο συλλογικότητα. Είναι όλα αυτά, στο μέτρο που μια σύγχρονη μεταρρυθμιστική δύναμη, είτε κεντροαριστερή είτε του Κέντρου, προσπαθεί να συνθέσει αυτές τις κοινωνικές απαιτήσεις. Είναι όμως πρωτίστως μια Παράταξη με ιστορική συνείδηση και σαφές ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο αναφοράς. Είναι άνδρες και γυναίκες που έχουν βιώσει τις περιπέτειες αυτής της χώρας, έχουν ενθουσιαστεί, έχουν απογοητευτεί, έχουν πολωθεί, έχουν συγκρουστεί, έχουν μνήμες και βιώματα των διχασμών, και γι’ αυτό έχουν κατανοήσει την ανάγκη των ιστορικών γεφυρώσεων των διχασμών και τη σημασία μιας ορισμένης εθνικής συναίνεσης. Είναι ηλικιωμένοι αλλά κυρίως νέοι και νέες που αναγνωρίζονται στις αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού, της κοινωνικής αλληλεγγύης, του φιλευρωπαϊσμού και του αντιεθνικιστικού πατριωτισμού.
Τέτοιοι πολίτες υπάρχουν και ευτυχώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν τόσο στη ΝΔ όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ. Το εγχείρημα της κυοφορούμενης Δημοκρατικής Παράταξης είναι να καταφέρει να γίνει ο βασικός πολιτικός εκπρόσωπος αυτού του κόσμου. Να πάμε, με άλλα λόγια, από τους «μηχανισμούς» και τα μικρά κόμματα στελεχών τού σήμερα, στην Παράταξη που υπάρχει στην κοινωνία. Ο κρίκος είναι ακριβώς η διαδικασία εκλογής ηγέτη της παράταξης και αυτό είναι το νόημά της. Μόνο αν γίνει ορατός ο «λαός της Παράταξης», συμμετέχοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη διαδικασία, θα πειστεί ο ευρύτερος κόσμος που ασπάζεται τις ίδιες αντιλήψεις, ότι η δημιουργία ενός τέτοιου νέου φορέα αξίζει τον κόπο. Το άλμα δεν είναι ούτε εύκολο ούτε εγγυημένο. Αν πετύχει όμως, θα είναι η απαρχή μιας δυναμικής που θα ανοίξει τον δρόμο σε ένα ουσιαστικό συνέδριο ανασυγκρότησης της Δημοκρατικής Παράταξης.
Η εκλογή του ηγέτη ως λαϊκό γεγονός δεν είναι καθόλου δεδομένη σε μια κοινωνία αποθαρρυμένη και αποστασιοποιημένη. Χρειάζεται η αρχική ώθηση την οποία μόνο οι υποψήφιοι μπορούν να δώσουν. Είναι αλήθεια δύσκολος και παράδοξος ο ρόλος τους. Είναι ανταγωνιστές, αλλά ταυτόχρονα συνιδρυτές. Φιλοδοξούν να κερδίσουν προσωπικά, αλλά το κέρδος τους εξαρτάται από την κοινή επιτυχία τους. Από τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων πολιτών που θα δώσουν αξία και προοπτική στο εγχείρημα. Αρα οφείλουν να κινηθούν με έναν τρόπο που ο ανταγωνισμός θα προσελκύει και δεν θα αποδιώχνει. Για να το πετύχουν δεν χρειάζονται μόνο διαδικαστικούς κανόνες, αλλά ένα αίσθημα πολιτικής αποστολής και αφιέρωσης σε μια υπόθεση που ξεπερνά την προσωπική τύχη. Στο μέτρο αυτό θα έχουν τη στήριξη και τον σεβασμό του «λαού της παράταξης» που θα συγκροτηθεί μέσα από τη δική τους πρωτίστως προσπάθεια.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου