Σαρωτικές αλλαγές στην παρουσίαση των συλλογών του σχεδιάζει το Βρετανικό Μουσείο, με στόχο να ενώσει εκθέματα από αρχαίους πολιτισμούς που αυτή τη στιγμή βρίσκονται διάσπαρτα σε διαφορετικούς ορόφους του κτιρίου του, αλλά και για να δημιουργήσει επιπλέον χώρο για την παρουσίαση ευρημάτων από την Αμερική, την Αφρική και την Ωκεανία, ώστε πλέον το μουσείο να μην έχει σαφώς ευρωκεντρικό χαρακτήρα. Κίνηση που σαφώς θα πρέπει να ερμηνευθεί ως προσπάθεια να ενισχύσει τον ρόλο του ως παγκόσμιας πολιτιστικής κιβωτού, τον οποίο και προβάλλει σταθερά ως επιχείρημα κάθε φορά που επιχειρεί να δικαιολογήσει την άρνησή του σχετικά με το ελληνικό αίτημα περί επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Οι αλλαγές αυτές, που αν υλοποιηθούν θα αφορούν σχεδόν τις μισές από τις 95 αίθουσες του μουσείου, θα συνεπάγονται την πλέον εκτεταμένη επανέκθεση των συλλογών του κατά τα τελευταία 150 χρόνια, όπως αποκαλύπτει ο εδώ και 16 μήνες διευθυντής του Χάρτβιγκ Φίσερ σε συνέντευξη που έδωσε στην αγγλόφωνη έκδοση της επιθεώρησης «Art Newspaper».
Το κλειδί για να επιτευχθούν οι αλλαγές δεν είναι η κτιριακή επέκταση, κάτι που αποκλείεται προς το παρόν, αλλά η μείωση του αριθμού των εκθεμάτων των υπαρχόντων συλλογών, γεγονός που κατά την εκτίμηση του διευθυντή θα διευκολύνει τους 6,4 εκατ. επισκέπτες ετησίως στην κατανόηση των πολιτισμών που παρουσιάζονται στο μουσείο. Με τη μείωση, επί παραδείγματι, των εκθεμάτων από 53.000 σε 49.000 θα εξοικονομηθεί χώρος ώστε να παρουσιαστούν αντικείμενα και από το 37% της ηπειρωτικής έκτασης του πλανήτη –Αυστραλία, Ωκεανία, Αφρική και Νότια Αμερική –που προς το παρόν απουσιάζουν εν μέρει ή πλήρως από τις αίθουσες του μουσείου.
Μια δεύτερη πολύ σημαντική αλλαγή που προωθείται είναι η ενοποίηση αντικειμένων που ανήκουν στην ίδια συλλογή, δεδομένου ότι σήμερα ευρήματα από την αρχαία Αίγυπτο, την κλασική Ελλάδα και τη Ρώμη είναι διασκορπισμένα σε δύο ορόφους. Η ενοποίηση θα συμβάλει στην καλύτερη και πιο ολοκληρωμένη εικόνα παρουσίασης των πολιτισμών αυτών.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ. Αν και τα σχέδια για την επανέκθεση βρίσκονται σε πρώιμο ακόμη στάδιο, ουδείς λόγος γίνεται για το κόστος και το χρονοδιάγραμμα. Αν αναλογιστεί κάποιος όμως ότι αντίστοιχο πρόγραμμα ανακαίνισης και επανέκθεσης στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου ξεκίνησε το 2001 και ολοκληρώθηκε πέρυσι κοστίζοντας 120 εκατ. στερλίνες, γίνεται αντιληπτό ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία για το εγχείρημα στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο δεν θα κλείσει για τις εργασίες επανέκθεσης, καθώς θα υλοποιούνται σταδιακά.
Για πρώτη φορά, δε, τίθεται και θέμα μεταφοράς των περίπου δύο εκατομμυρίων αντικειμένων που βρίσκονται στις αποθήκες, σε χώρο εκτός Λονδίνου, ώστε να είναι ευκολότερα προσβάσιμα στους ερευνητές. Ωστόσο οι 50 εκατ. στερλίνες που θα λάβει ως κρατική επιχορήγηση μετά την κατάργηση των αποθηκών, που τώρα μοιράζεται με τα Μουσεία Επιστημών και Βικτωρίας και Αλβέρτου, το 2022, δεν αρκούν για την υλοποίηση της συγκεκριμένης ιδέας.