ρόσφατα προσπάθησα να επαναθέσω από αυτήν τη στήλη το παρεξηγημένο εδώ και ενάμιση αιώνα θέμα της ηθογραφίας και να το απαλλάξω από την ψευδή πορφύρα της γραφικότητας και του λαογραφισμού.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ηθογραφία είναι και «Ο πατέρας» του Στρίντμπεργκ και η «Εντα Γκάμπλερ» του Ιψεν και «Οι τρεις αδελφές» του Τσέχοφ και «Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα και «Το μακρύ ταξίδι της νύχτας μέσα στη μέρα» του Ο’Νιλ και «Ο θάνατος του εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ και όλα τα έργα του Τενεσί Ουίλιαμς, και βέβαια η «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου και «Η αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη.
Οταν εκκινώντας από αυτά τα έργα μπορείς να περιγράψεις και να εξηγήσεις συμπεριφορές βάσει του γεωγραφικού στίγματος, της ιστορίας και της δυναμικής των ηθών σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο, τις αξίες και τις ιδέες που πηγάζουν από τα ήθη αυτά, αυτό ήταν και είναι ηθογραφία, είτε αναφέρεται σε χωριά, μεγαλουπόλεις, γεωργούς ή επιστήμονες, ιθαγενείς ή μετανάστες, πλούσιους ή φτωχούς.
Θυμίζω άλλη μια φορά πως η ομηρική λέξη «ήθος» σήμαινε στο έπος «τόπο»: ήθεα Περσών, ήθεα ορνίθων, οι φωλιές των πουλιών. Είναι η γοητεία της περιπέτειας των λέξεων πώς ο τόπος έγινε τρόπος, το τοπίο συμπεριφορά. «Πες μου πού κάθεσαι να σου πω ποιος είσαι»! Ηθογραφία είναι η «Γκόλφω», ηθογραφία και η γειτονιά της Νέας Ορλεάνης όπου ζει η ηρωίδα του Ουίλιαμς, ηθογραφία η «Λούλου» του Βέντεκιντ, το «Γαϊτανάκι» του Σνίτσλερ και τα πρόσωπα που ζητούν συγγραφέα του Πιραντέλο.
Ας απαλλάξουμε στον τόπο μας τη μεγάλη αυτή λογοτεχνική περιπέτεια από τη ρετσινιά της γραφικότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως όταν ήρθε ο νατουραλισμός στα χώματά μας είχε να προτείνει μια κατάδυση στη λαϊκή ψυχολογία και στο λούμπεν προλεταριάτο. Ο Ζολά έπαιξε τεράστιο ρόλο στα μέρη μας στη σύγχυση, χωρίς βεβαίως να ευθύνεται.
Είναι μια ολόκληρη στροφή της λογοτεχνίας στους ανθρώπους του περιθωρίου ή της εργατιάς ή της αγροτιάς. Η κίνηση αυτή συμπορεύεται με τη σοσιαλιστική εισβολή στον χώρο της πολιτικής και της πράξης. «Οι πατατοφάγοι» του Βαν Γκογκ και «Η μποέμ» του Πουτσίνι και κυρίως η λαογραφία ως η μελέτη ενός ζώντος παρόντος λαού (κι όχι ενός ξεπερασμένου παρελθόντος, όπως παρεξηγήθηκε στη χώρα μας), η θεμελίωση και άλλων συναφών νέων επιστημών, όπως η κοινωνιολογία και η ψυχολογία, η πολιτική οικονομία, και οι νόμοι της κληρονομικότητας ώθησαν και τη λογοτεχνία να ανιχνεύσει μέσω της συμπεριφοράς ομάδων και ατόμων (θυμηθείτε την «Ψυχολογία των μαζών» του Λε Μπον) τις έννοιες του κακού, της παραβατικότητας, των ενστίκτων και της αγωγής. Ο νατουραλισμός για πολλές όψεις της ζωής καλλιέργησε την εντύπωση πως νομοτελειακά ο άνθρωπος ρέπει προς το κακό. Ηταν μια κοινωνιολογική ερμηνεία της θεολογικής αφήγησης για την πτώση και το προπατορικό αμάρτημα. Από τη μια ο νατουραλισμός και από την άλλη ο μαρξισμός αποδίδουν το κακό και την εγκληματικότητα είτε στη φύση είτε στο κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Ο δικός μας μέγας πεζογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ζει και γράφει σ’ αυτήν την αντιφατική αλλά γόνιμη σε ιδέες περίοδο. Οπως και ο Καρκαβίτσας και ο Βιζυηνός, αλλά και ο Ροΐδης. Πίσω από τους «Εμπόρους των εθνών» του Παπαδιαμάντη υπάρχουν ο βόρειος νατουραλισμός και «Η πείνα» του Χάμσουν, η μόδα της αλητογραφίας που σε εμάς εδώ θριάμβευσε στα διηγήματα του Βουτυρά. Η παθολογία της ελληνικής κοινωνίας καταγράφεται και στον «Ζητιάνο» του Καρκαβίτσα και στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη.
Ο Παπαδιαμάντης που έζησε μεταφράζοντας άγγλους, γάλλους και ρώσους νατουραλιστές («Εγκλημα και τιμωρία» αλλά και διηγήματα του Τσέχοφ!) μετέφερε στην ελληνική λογοτεχνία το ήθος των «Φτωχών» του Ντοστογέφσκι, της «Τρέλας» του Αντρέγεφ, του «Βυθού» του Γκόρκι. Στο υπέδαφος της λογοτεχνικής ποικιλίας τάσεων κρυφοβράζει και ο πρώιμος επιθετικός φεμινισμός. Η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη φτάνει στα άκρα της εγκληματικής λύσης το αφήγημα του φεμινισμού για τη θέση της γυναίκας εν γένει στην κοινωνία που ονομάστηκε βιομηχανική εποχή. Οι γυναίκες παγιδεύτηκαν από τις ανάγκες της μαζικής παραγωγής, βγήκαν στην αγορά και έγιναν υποκείμενα διπλής εκμετάλλευσης, νοικοκυρές, μάνες και εργάτριες. Μια νέα δουλεία. Από αυτήν τη σκοπιά η επανάσταση της Φραγκογιαννούς να σώσει τα θηλυκά από την κοινωνική μοίρα που τα περιμένει είναι θεμελιωμένη στην τρέχουσα, εκείνη την εποχή, φεμινιστική «επανάσταση». Τονίζω έτσι, για να αντιληφθούμε το κύρος και το βάθος των ποικίλων προσεγγίσεων του προβλήματος, πως «Η φόνισσα» είναι σύγχρονο έργο με τη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου και την «Τρισεύγενη» του Παλαμά. Ιδού μια τριλογία που σ’ ένα θέατρο «παιδαγωγικό» θα μπορούσε να μυήσει το κοινό, κυρίως τους νέους, στις μεγάλες στιγμές των ελλήνων, υπεύθυνων δασκάλων του Γένους, συγγραφέων.
Και μόνο «Η φόνισσα» και ο τρόπος που διαχειρίζεται το τόσο εκτεθειμένο σε αμφισβήτηση θέμα του, την παιδοκτονία, με τόλμη, τον απομακρύνουν από την καταδίκη του να θεωρείται εκφραστής μιας λαϊκής θεοσέβειας και τον νατουραλισμό του να μεταποιείται σε γραφική ηθογράφηση.
Το αριστουργηματικό τέλος του μυθιστορήματος του Παπαδιαμάντη, όπου η φόνισσα των κοριτσιών πνίγεται πριν δικαστεί από την τρέχουσα Δικαιοσύνη και πριν ζητήσει την άφεση από τη Θεία Δικαιοσύνη, δίνει το μέτρο ενός εξαίσιου αινιγματώδους μετεωρισμού, μιας ηθικής ανοιχτότητας που σπάνια ανακαλύπτουμε όχι μόνο στην ελληνική αλλά και στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Θυμηθείτε κάτι ανάλογο: όταν ο Κρέων ψέγει την Αντιγόνη που θάβει έναν προδότη της πατρίδας και τον θεωρεί ισότιμο νεκρό με τον ήρωα αδελφό του, η ηρωίδα του Σοφοκλή απαντά πως στον Κάτω Κόσμο έχουν άλλα μέτρα δικαιοσύνης!
Ετσι, ο Παπαδιαμάντης αφήνει μετέωρη τη φόνισσα ηρωίδα του Μεταξύ. Προσωπικά, δεν θα απέκλεια αυτό το Μεταξύ του συγγραφέα να οφείλεται και στη διάχυτη, τότε που γράφεται το μυθιστόρημα, επιρροή των νιτσεϊκών ισορροπιών ανάμεσα στην απολλώνια και τη διονυσιακή σύλληψη του κόσμου.
Είδα στη Νέα Μάκρη τη «Φόνισσα» του Οργανισμού Ελληνικού Θεάτρου «Αιχμή» που διευθύνει ο Γιάννης Νικολαΐδης.
Είχε στη διάθεσή του μια έντιμη διασκευή του αριστουργήματος του Παπαδιαμάντη του Κώστα Πολιτόπουλου, όπου κυριαρχούσε η δραματική κατάθεση μέσα από την αφηγηματική πανδαισία. Ετσι κυριάρχησε ο λόγος του δημιουργού και η θεατρική πράξη χρησιμοποιήθηκε ως απλό όχημα, χωρίς θεατρικούς πειραματισμούς και υπονομεύσεις. Κυριάρχησε επίσης η νατουραλιστική αφηγηματική και σκηνική φλέβα.
Αφηγητής ως Παπαδιαμάντης, ο ίδιος ο Νικολαΐδης, λιτός και απέριττος με λόγο καθαρό. Τη Φραγκογιαννού υποδύθηκε με απλότητα χωρίς εξάρσεις μελό η Φωτεινή Φιλοσόφου και τη συνεπικούρησαν με ίδια λιτά μέσα η Χρυσούλα Παπαδοπούλου, η Βούλα Κώστα και ο Θοδωρής Προκοπίου. Τα σκηνικά του Αγγελάκη και τα κοστούμια της Σχοινά παρέπεμπαν στην εποχή, χωρίς να τα σημαίνουν κοινωνικά. Η μουσική επένδυση του Στέφανου Νικολαΐδη τόνωσε το ήθος των σχέσεων χωρίς γραφικότητα.

Θεατρική προσαρμογή:Κώστας Πολιτόπουλος Σκηνοθεσία – φωτισμοί: Γιάννης Νικολαΐδης Σκηνικά: Μιχάλης Αγγελάκης Κοστούμια: Ολγα Σχοινά Μουσική επιμέλεια: Στέφανος Νικολαΐδης Ερμηνείες: Φωτεινή Φιλοσόφου, Χρυσούλα Παπαδοπούλου, Βούλα Κώστα, Θοδωρής Προκοπίου, Γιάννης Νικολαΐδης