Οι υποψήφιοι για την ηγεσία της Δημοκρατικής Παράταξης χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες. Αλλος θέλει να σώσει τον τόπο, άλλος την Αριστερά κι άλλος την υστεροφημία του. Υπάρχουν αυτοί που κατεβαίνουν από χόμπι ή για να διεκδικήσουν έναν ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις κι εκείνοι που δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Στους τελευταίους ανήκουν η Φώφη Γεννηματά, που κίνησε τις διαδικασίες αν και διαφωνούσε με πολλές από αυτές, και ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Ο επικεφαλής του Ποταμιού κατηγορείται από πολλούς ότι προδίδει την ίδια τη φιλοσοφία στη βάση της οποίας ίδρυσε το κίνημά του. «Τι γυρεύεις στους πασόκους εσύ, ένας μεταρρυθμιστής;» του λένε. Στην πραγματικότητα δεν είχε άλλη λύση. Από τη στιγμή που η Ωρα Αποφάσεων όχι μόνο δεν περπάτησε, αλλά γρήγορα διασπάστηκε (και τώρα φαίνεται να επιστρέφει στις ρίζες της) και ο Βενιζέλος δεν λέει να αποφασίσει τι θα κάνει, η υποψηφιότητά του ήταν μονόδρομος.
Ο Σταύρος δεν είναι εξουσιομανής, παρόλο που μια εποχή έβλεπε τον εαυτό του ακόμη και πρωθυπουργό. Δεν είναι όμως ούτε από αυτούς που τους αρέσει να κραυγάζουν με τη σιγουριά ότι δεν θα κληθούν ποτέ να διορθώσουν αυτά που καταγγέλλουν. Εχει συγκεκριμένες ιδέες και θα ήθελε να τις εφαρμόσει. Πιστεύει ότι μπορεί να φανεί χρήσιμος στον τόπο. Δεν θέλει να ιδιωτεύσει. Και θα ήταν σύντομα αναγκασμένος να το κάνει αν δεν συμμετείχε σε αυτή τη φιλόδοξη προσπάθεια ανασυγκρότησης του κεντρώου χώρου.
Η απόφαση του Γιώργου Καμίνη να ριχτεί στη μάχη, και μάλιστα με το παράτολμο σύνθημα «Είμαι βαθιά αριστερός, βαθιά φιλελεύθερος», περιπλέκει τα πράγματα για τον Θεοδωράκη, αφού οι δυνάμει ψηφοφόροι του έχουν εναλλακτική λύση. Επιπλέον, αν ο Πρωθυπουργός οικειοποιείται αναίσχυντα τον Ανδρέα Παπανδρέου προσπαθώντας να ανακόψει την πτώση και ο δήμαρχος μιλά στα «ΝΕΑ» για «αμοιβαίο σεβασμό» με το παλαιό ΠΑΣΟΚ, εκείνος δυσκολεύεται να προσεγγίσει έναν χώρο που εδώ και τρία χρόνια κατακεραυνώνει.
Σε κάθε περίπτωση οι προβλέψεις είναι δύσκολες, εξού και η αμηχανία των δημοσκόπων. Το κυβερνών κόμμα, πάντως, φαίνεται ότι έχει διαλέξει αντίπαλο: θα προτιμούσε τη σημερινή αρχηγό της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, εκτιμώντας ότι η νίκη της θα ενεργοποιήσει αργά ή γρήγορα φυγόκεντρες τάσεις, από τον Καμίνη ή τον Θεοδωράκη, που έχουν θεωρητικά περισσότερες ελπίδες να ενώσουν και να καταστήσουν απειλητικό αυτόν τον χώρο. Επιστρατεύτηκαν έτσι και πάλι οι Πολάκηδες –άλλο που δεν ήθελαν –για να εκτοξεύσουν τις ίδιες, κουραστικές και ανόητες κατηγορίες, στους ίδιους, χυδαίους και γελοίους τόνους.
Να το καλύτερο επιχείρημα για να λάβουν μέρος στη μάχη οι δυσαρεστημένοι και οι παραιτημένοι, οι προδομένοι και οι πικραμένοι: σε μια πολιτική ζωή που θυμίζει συχνά βούρκο, ο προοδευτικός δημοκρατικός χώρος διδάσκει ήθος. Ο Σταύρος Θεοδωράκης συνέβαλε αποφασιστικά σ’ αυτό. Ακόμη κι αν δεν κερδίσει το στοίχημα που έβαλε, πρέπει να είναι υπερήφανος.