Ο Κιμ Γιονγκ Ουν εκτοξεύει έναν ακόμα πύραυλο. Ή προχωρά σε μια ακόμα πυρηνική δοκιμή. Ο Ντόναλντ Τραμπ απαντά απειλώντας με τα χειρότερα. Κάτι που κάνει τον Κιμ να βάλει στα σκαριά μια ακόμη πρόκληση για να δείξει πως δεν φοβάται. Ο Τραμπ ελπίζει πως στο τέλος θα καταφέρει να τρομάξει τον Κιμ, αλλά αυτός είναι πεπεισμένος πως ο αμερικανός πρόεδρος μπλοφάρει. Μέχρι τώρα τίποτα δεν έχει ανακόψει την πορεία της Βόρειας Κορέας προς τη στρατιωτική πυρηνική ισχύ. Η Πιονγκγιάνγκ δέχεται να διαπραγματευτεί με την Ουάσιγκτον άπαξ και αυτή να την αποδεχθεί ως πυρηνική δύναμη. Οι ΗΠΑ δηλώνουν έτοιμες για συνομιλίες με τον Κιμ άπαξ και αυτός να απαρνηθεί τα πυρηνικά όπλα. Αδιέξοδο. Τι μπορεί να γίνει;

Υπάρχουν, όπως επισημαίνει στη «Monde» ο Αλέν Φρασόν, δύο σχολές σκέψης στην Ουάσιγκτον. Η πρώτη κρίνει πως η συμπεριφορά της Πιονγκγιάνγκ, «παρά τις δυσοίωνες ηλιθιότητες του Κιμ», υπακούει στους κανόνες της λογικής. Αν το καθεστώς καταφέρει να εγκαθιδρύσει πάνω από τις ΗΠΑ μια άμεση πυρηνική απειλή, τότε θα πρέπει να βασιστούμε στην κλασική αρχή της αποτροπής: η βεβαιότητα της αμοιβαίας καταστροφής εξουδετερώνει κάθε ιδέα επίθεσης. Θα ζήσουμε με μια πυρηνική Βόρεια Κορέα.

Η άλλη σχολή είναι αυτή της κυβέρνησης Τραμπ –ή τουλάχιστον αυτή που λέει ότι υπερασπίζεται. Η αποτροπή προϋποθέτει έναν κοινό ορθολογισμό. Είναι ασύμβατη με μια προσωπικότητα τόσο απρόβλεπτη όσο ο Κιμ. Η Βόρεια Κορέα δεν πρέπει να αποκτήσει μια μέρα τη δυνατότητα να αφανίσει μια αμερικανική πόλη. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλείεται a priori ένα προληπτικό χτύπημα στη χώρα. Και οι ίδιοι οι θιασώτες αυτής της σχολής, ωστόσο, αναγνωρίζουν πως πρέπει σε αυτή την περίπτωση να αποδεχθούμε τον κίνδυνο των χειρότερων.

Στην πραγματικότητα, εκτιμά ο Φρασόν, ο Τραμπ ποντάρει σε κάτι άλλο: στην Κίνα. Εχει ως αφετηρία του την –ενδεχομένως σωστή –ιδέα πως το Πεκίνο μπορεί να επιβάλει στην Πιονγκγιάνγκ να εγκαταλείψει το πυρηνικό της πρόγραμμα. Μόνο που ο στρατηγικός στόχος της Κίνας σε αυτή την υπόθεση είναι εκ διαμέτρου αντίθετος από εκείνον των ΗΠΑ. Το Πεκίνο δεν πρόκειται να λάβει κανένα σοβαρό μέτρο εις βάρος της Βόρειας Κορέας γιατί φοβάται πως μια κατάρρευση του καθεστώτος θα επέφερε ένα χάος επιζήμιο για την ίδια. Η χερσόνησος θα κινδύνευε να επανενωθεί υπό την κηδεμονία της Νότιας Κορέας, στρατιωτικής συμμάχου των ΗΠΑ. Από αυτή την προοπτική, το Πεκίνο προτιμά το ρίσκο Κιμ.

Διότι, παρά την αλληλεξάρτηση των οικονομιών τους, είναι πεπεισμένο, καλώς ή κακώς, πως οι ΗΠΑ θέλουν να ανακόψουν την άνοδό του. Από αυτή την έννοια, το βορειοκορεατικό αδιέξοδο είναι ένα υποπροϊόν της αυξανόμενης έντασης ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ουάσιγκτον –στο εμπορικό επίπεδο, στη Θάλασσα της Κίνας και αλλού. Η Κίνα παρακολουθεί τη διαμάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βόρεια Κορέα υπό το πρίσμα της καχυποψίας: οι ΗΠΑ την εκμεταλλεύονται ώστε να συσφίγξουν τις περιφερειακές στρατιωτικές τους συμμαχίες (με τη Σεούλ και το Τόκιο) ώστε να αναχαιτίσουν την αναδυόμενη επικράτησή της.

Ο συσχετισμός ΗΠΑ – Κίνας παραπέμπει σε αυτό που ο Γκράχαμ Αλισον, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Χάρβαρντ, αποκαλεί «παγίδα του Θουκυδίδη». Οι πληροφορίες θέλουν μάλιστα τον Αλισον να διάβηκε προ μηνών το κατώφλι του Λευκού Οίκου με την «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» υπό μάλης. «Η παγίδα είναι ο φόβος. Ο φόβος απώλειας των πρωτείων από την ισχυροποίηση μιας αναδυόμενης δύναμης. Ο φόβος που οδηγεί στον πόλεμο. Οπως ο φόβος της Σπάρτης από την ισχυροποίηση της Αθήνας οδήγησε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έτσι και ο φόβος από την ισχυροποίηση της Κίνας μπορεί να οδηγήσει στον πόλεμο και τον όλεθρο» εξηγούσε αρχές Ιουλίου ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος στα «ΝΕΑ». Αυτό ήταν και παραμένει το φόντο του κορεατικού δράματος.