«Ψάχνοντας σε παλιά ποιήματα για ιδέες / σίγουρα θα είχα κάποια κάποτε; / Κάποιοι έχουν μια ιδέα κάποια στιγμή, / άλλοι εκατομμύρια, κι άλλοι είναι καταδικασμένοι / να περάσουν τη ζωή τους μέσα σε μια ιδέα / σαν σ’ έναν θάλαμο φυσαλίδων. / Κι αυτοί είναι μάλλον οι καχύποπτοι. / Στο κάτω κάτω, στα ποιήματα δεν υπάρχουν ιδέες / Ούτε ιδέες στα πράγματα επίσης…». Στην ποίηση του Τζον Ασμπερι (οι στίχοι εδώ από το «Και τα αστέρια έλαμπαν», σε μετάφραση Στάθη Λειβαδά) η επιρροή του μοντερνισμού συμβάδιζε με την υπαρξιακή αγωνία του δημιουργού: του ποιητή που κονταροχτυπιόταν καθημερινά με αυτό που οι αναγνώστες ονομάζουν έμπνευση. Και είναι μόνο από βιβλιοφιλική διαστροφή που σ’ αυτό το σημείωμα για τον Τζον Ασμπερι, ο οποίος πέθανε προχθές σε ηλικία 90 ετών, οι στίχοι της αρχής θυμίζουν τους στίχους ενός συγκαιρινού του από μιαν άλλη παράδοση, ο οποίος θα συναντούσε επίσης την τροχιά της ελιοτικής ποίησης. «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης / επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν / Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου / τη δική σου φωνή / όχι εκείνη που σ’ αρέσει / μουσική σου είναι η ζωή / αυτή που σπατάλησες […] Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες / τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες / το άσπρο χαρτί» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο «Θερινό ηλιοστάσι, Η’».
Ο Ασμπερι γεννήθηκε το 1927 στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης και μετά τις σπουδές αγγλικής και γαλλικής φιλολογίας στο Χάρβαρντ και το Κολούμπια συνδέθηκε με τους κύκλους της πρωτοπορίας στη μεταπολεμική Αμερική. Οι μακρινές επιρροές του ήταν ο Τζον Κιτς και η Εμιλι Ντίκινσον, το ρεύμα με το οποίο ταυτίστηκε ήταν εκείνο της νεοϋορκέζικης ποίησης (Φρανκ Ο’Χάρα, Κένεθ Κοχ κ.ά.), ενώ στις φιλίες του περιλαμβάνονταν ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ. Το 1956 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Some trees», όπου την εισαγωγή υπέγραφε ο κορυφαίος Γ. Οντεν. Γνήσιο τέκνο της εποχής του, ο Ασμπερι θα περάσει περίπου μία δεκαετία στο Παρίσι (από το 1958 ώς το 1965), για σπουδές, αλλά δουλεύοντας παράλληλα ως κριτικός τέχνης στη γαλλική έκδοση της «Χέραλντ Τρίμπιουν».
Μετά την επιστροφή του στις ΗΠΑ εκδίδει αρκετά βιβλία (ανάμεσά τους τα «Ποτάμια και βουνά», «Το διπλό όνειρο της άνοιξης», «Τρένο σκιά», «Ιστιοφόρα του Απριλίου», «Εγρήγορση»), επιλέγοντας παράλληλα μια διακριτή παρουσία στην κοσμική κοινωνική ζωή. Είναι πάντως ύστερα από πολλά χρόνια που φτάνει η θεσμική αναγνώριση για μια ποίηση η οποία συνήθως χαρακτηριζόταν «δυσνόητη»: για την «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο», την οποία έγραψε το 1975 (στα ελληνικά από τη Νεφέλη, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού) κερδίζει ταυτόχρονα το βραβείο Πούλιτζερ ποίησης, το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και το Εθνικό Βραβείο των Αμερικανών Κριτικών. Στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το «Συρμός σκιά» (εκδ. Εστία, 1994, μτφ. Βασίλης Παπαγεωργίου).
Ο ΧΑΡΟΛΝΤ ΜΠΛΟΥΜ. Ενας άνθρωπος που σίγουρα είναι θλιμμένος από χθες βλέποντας έναν ακόμη προσωπικό φίλο του να φεύγει είναι ο κριτικός Χάρολντ Μπλουμ, ο οποίος από νωρίς είχε ξεχωρίσει την ποίηση του Ασμπερι. «Κανείς απ’ όσους γράφουν ποιήματα στην αγγλική γλώσσα στις ημέρες μας δεν έχει περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσει από την αυστηρή κρίση του χρόνου» έγραψε παλιότερα. «Μπαίνει στην αμερικανική παράδοση που ενώνει τους Γουίτμαν, Ντίκινσον, Στίβενς και Κρέιν».
Η εναλλαγή ποιητικότητας και πρόζας, οι ελιγμοί της σύνταξης και η χρήση των λέξεων ως «μουσικών φθόγγων» είναι το αποτύπωμα της ποίησής του, στην οποία τα εξωτερικά γεγονότα φιλτράρονται απαραιτήτως από την εσωτερική συνείδηση του ποιητή. «Διπλό όνειρο της άνοιξης», για το τέλος, σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού: «Αυτή ήταν η φιλοδοξία μας: να είμαστε ασήμαντοι και ξένοιαστοι και ελεύθεροι. / Αλίμονο, η ενέργεια του καλοκαιριού φθίνει γρήγορα, / Μια στιγμή και χάνεται. Και δεν μπορούμε πια / Να κάνουμε τους απαραίτητους διακανονισμούς, όσο απλοί και αν είναι. / Το αστέρι μας ήταν πιο λαμπερό όταν είχε νερό μέσα του. / Τώρα το θέμα δεν είναι καν αυτό, αλλά το / Να γαντζωθούμε στη σκληρή γη ώστε να μη βρεθούμε στο κενό…».