Το χρήμα κάνει τον κόσμο να γυρίζει και ο κόσμος της τέχνης δεν αποτελεί εξαίρεση. Από πού προέρχεται όμως το χρήμα που τον κινεί και πόσο έχει αλλάξει η προέλευσή του τα τελευταία 20 χρόνια;
Η απάντηση είναι σαφής: το παιχνίδι κινούν όσοι ασχολούνται με τον χρηματοοικονομικό κλάδο κι οι «άλλοι» που κάποτε κατείχαν έναν σημαντικό ρόλο στο παιχνίδι –δηλαδή γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, ελεύθεροι επαγγελματίες –έχουν βρεθεί εκτός, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει έρευνα της διαδικτυακής εικαστικής επιθεώρησης Artsy, η οποία μελέτησε διεξοδικά τον ετήσιο κατάλογο με τους κορυφαίους συλλέκτες που εκδίδει το επίσης έγκυρο «ARTNews».
Το προφίλ των μεγαλοσυλλεκτών το 2016 ήταν κατά τα δύο τρίτα επιχειρηματίες που ασχολούνταν με χρηματοοικονομικά, κτηματομεσιτικά και τον κατασκευαστικό τομέα. Πριν από δύο δεκαετίες οι ιδιοκτήτες χρηματοοικονομικών και κτηματομεσιτικών επιχειρήσεων επίσης είχαν κυρίαρχο ρόλο και μαζί με εκείνους των μέσων μαζικής ενημέρωσης καταλάμβαναν περισσότερες από τις μισές θέσεις στη λίστα με τους ισχυρότερους συλλέκτες. «Ο κόσμος της τέχνης έχει ωφεληθεί πάρα πολύ από τον τεράστιο πλούτο που δημιουργήθηκε στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» εκτιμά ο πρώην πρόεδρος του οίκου δημοπρασιών Κρίστις για την Αμερική Νταγκ Γούντχαμ.
ΤΕΤΡΑΠΛΑΣΙΟΣ ΤΖΙΡΟΣ. Οι πωλήσεις έργων τέχνης το 1996 έφταναν τα 14 δισ. δολάρια, σύμφωνα με έρευνα της συμβουλευτικής εταιρείας Arts Economics. Είκοσι χρόνια μετά, ο τζίρος στην ίδια αγορά είχε τετραπλασιαστεί φτάνοντας τα 56,6 δισ. δολάρια, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε σε μία από τις μεγαλύτερες φουάρ της Ευρώπης, εκείνη της Βασιλείας, τον περασμένο Μάρτιο.
Οι επιχειρηματίες αυτοί, αν και δείχνουν να αγαπούν την τέχνη, αντιμετωπίζουν την αγορά έργων όχι μόνο ως μια πιθανή επένδυση υψηλής απόδοσης, αλλά και ως μέσο αντιστάθμισης των κινδύνων που ενδέχεται να προκύψουν από άλλες επενδύσεις τους.
Οσοι επιχειρούν στον κτηματομεσιτικό και τον κατασκευαστικό τομέα αυξήθηκαν ελαφρώς τις τελευταίες δύο δεκαετίες, από 16% σε 18%, στη λίστα με τους 200 κορυφαίους συλλέκτες. Οι επόμενες δύο πιο υψηλά εκπροσωπούμενες κατηγορίες το 1996 ήταν οι ασχολούμενοι με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τη διαφήμιση και την ψυχαγωγία και οι «άλλοι», οι οποίοι υποχώρησαν σημαντικά μέχρι το 2016. Ειδικότερα, ο αριθμός των εκπροσώπων της κατηγορίας «άλλοι» μειώθηκε δραματικά καθώς το 2016 καταλάμβαναν μόλις το 10% της λίστας, όταν 20 χρόνια πριν το ποσοστό τους έφτανε το 28%.
Οσο για τη βιομηχανία με το πιο υψηλού κύρους προφίλ της εποχής μας, εκείνη της τεχνολογίας; Το μερίδιο αυτού του κλάδου στους κορυφαίους συλλέκτες τέχνης αυξήθηκε σε 5% από 2% που ήταν πριν από 20 χρόνια, αλλά παραμένει χαμηλό για μια βιομηχανία με τόσο πολλούς νέους δισεκατομμυριούχους. Σκηνικό που εκτιμάται ότι μπορεί να αλλάξει τις επόμενες δεκαετίες, καθώς πολλοί από τους επιχειρηματίες του συγκεκριμένου τομέα είναι μικρής ηλικίας και μεγαλώνοντας πιθανόν να στραφούν και προς την αγορά έργων τέχνης.
ΣΤΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ ΚΡΟΙΣΟΥΣ. Ουσιαστικά η συγκέντρωση των έργων τέχνης στα χέρια λίγων υπερβολικά πλουσίων και η υποχώρηση των εύπορων εργαζομένων από το προσκήνιο των συλλεκτών αντικατοπτρίζουν τις τάσεις που καταγράφονται στην οικονομία παγκοσμίως. Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι στο παρελθόν ανάμεσα στους 200 σημαντικότερους συλλέκτες μπορούσε να συναντήσει έναν βιβλιοθηκάριο ή έναν ταχυδρομικό υπάλληλο, πράγμα που με τα σημερινά δεδομένα μοιάζει απίθανο, ακόμη κι αν επρόκειτο να καταρτιστεί λίστα με τους 200.000 σημαντικότερους συλλέκτες παγκοσμίως.
Κι αν οι μεσαίου εισοδήματος συλλέκτες αγόραζαν απλώς όποιο έργο τούς άρεσε, αρκεί να χωρούσε στο διαμέρισμά τους και να μπορούσε να μεταφερθεί είτε με το μετρό είτε με ταξί, οι σημερινοί, νέοι και πλούσιοι συλλέκτες ενδιαφέρονται περισσότερο για τη φήμη των καλλιτεχνών των οποίων αποκτούν έργα και λιγότερο για το αν τα έργα αυτά είναι του γούστου τους. Για να μειώσουν το ενδεχόμενο ρίσκο δε, προτιμούν εικαστικούς δημιουργούς που πηγαίνουν ήδη καλά σε εμπορικό επίπεδο ή που έργα τους ανήκουν ήδη σε μεγάλες συλλογές. Και καθώς κινούνται με όρους χρηματιστηρίου στις επιλογές τους, το αποτέλεσμα αποτυπώνεται στους αριθμούς: το 2016 οι έμποροι τέχνης με κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. δολαρίων είδαν τις πωλήσεις τους να αυξάνονται κατά 19%, ενώ εκείνοι με κύκλο εργασιών κάτω των 250.000 δολαρίων ετησίως παρουσίασαν πτώση κατά 11%.
Βεβαίως αυτό εξηγείται κι από το γεγονός ότι παρόλο που δημιουργείται ένας νέος δισεκατομμυριούχος κάθε τρεις μέρες στην Ασία (σύμφωνα πάντα με την έρευνα της UBS που παρουσιάστηκε στη φουάρ της Βασιλείας), το κατώτατο όριο για να καταφέρει κάποιος να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των πλουσιότερων ανθρώπων στις ΗΠΑ, ο οποίος συντάσσεται από το περιοδικό «Forbes», έχει αγγίξει τα 1,7 δισ. δολάρια, σχεδόν το διπλάσιο από ό,τι ήταν πριν από μία δεκαετία. «Αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχουν περίπου 140 άνθρωποι στον κόσμο που έχουν εισόδημα το οποίο τους επιτρέπει να αγοράσουν έργο τέχνης αξίας 50 εκατ. δολαρίων», λέει ο Νταγκ Γούντχαμ, «και περίπου 1.000 που μπορούν να διαθέσουν πάνω από 5 εκατ. δολάρια».
Οι ίδιοι καλλιτέχνες
Ο κατάλογος των καλλιτεχνών που πιάνουν τις υψηλότερες τιμές στις δημοπρασίες –σχεδόν αποκλειστικά λευκοί άνδρες –δεν έχει αλλάξει ιδιαιτέρως εδώ και αρκετά χρόνια. Είναι εκείνοι που εκπροσωπούνται από μεγάλες γκαλερί με πελατολόγιο σε ολόκληρο τον πλανήτη, έχουν τη μερίδα του λέοντος σε εκθέσεις μουσείων, στα οποία συχνά οι ισχυροί συλλέκτες παρεμβαίνουν επιβάλλοντας μέσω των δωρεών τους τους καλλιτέχνες της προτίμησής τους, ειδικά όταν έχουν πολλά έργα των συγκεκριμένων δημιουργών.
Η άνοδος της Κίνας
Οι μεταβολές στην ανθρωπογεωγραφία όσων κρατούν τα ηνία στην αγορά της τέχνης αντικατοπτρίζονται και στη γεωγραφία. Παρόλο που ο όγκος των συλλεκτών εξακολουθεί να προέρχεται από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Κίνας είχε ως αποτέλεσμα ο αριθμός των ισχυρών συλλεκτών στη λίστα με τους 200 να αυξήθηκε σε δέκα το 2016 από μόλις δύο που ήταν το 1996. Οι Ιάπωνες έχουν μειωθεί από επτά σε τρεις, αν και το σκηνικό αυτό ενδέχεται να αλλάξει με τα πλέον πρόσφατα δεδομένα, καθώς ο Γιουσάκου Μεζάουα ήταν εκείνος που αγόρασε τον Μάιο το ακριβότερο έργο αμερικανού καλλιτέχνη που έχει ώς τώρα πωληθεί μέσω δημοπρασίας: το άτιτλο αφηρημένο έργο του Ζαν Μισέλ Μπασκιά, για το οποίο διέθεσε 110,5 εκατ. δολάρια, αφήνοντας πίσω του ένα από τα ακριβότερα έργα του Πικάσο το «Γυμνό, πράσινα φύλλα και μπούστο», που είχε αλλάξει χέρια σε δημοπρασία το 2010 προς 106,5 εκατ. δολάρια.