«Μα πού το βρήκες αυτό το νιάνιαρο;». Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση του Λευτέρη Παπαδόπουλου όταν ο Μάνος Λοΐζος του σύστησε τον Γιώργο Νταλάρα στο στούντιο όπου ηχογραφούσε, το 1968, τον «Σταθμό». Ηταν μόλις 18 ετών και το νεαρό της ηλικίας του ξένισε τον γνωστό στιχουργό. Ομως δεν τον εμπόδισε να του εμπιστευτεί ένα τραγούδι σε αυτό τον δίσκο. «Νιάνιαρο, ξενιάνιαρο, εγώ τότε είπα το “Ητανε 8-9″» λέει ο Γιώργος Νταλάρας (σ.σ. στον δίσκο αυτόν υπάρχουν επτά τραγούδια σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ανάμεσά τους τα «Δελφίνι δελφινάκι», «Το παλιό ρολόι», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Ο σταθμός» και πέντε ορχηστρικά).

Κλείνουν 80 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου συνθέτη που έφυγε το 1982, σε νοσοκομείο της Μόσχας όπου νοσηλευόταν, από την επάρατη νόσο. Αύριο στο Θέατρο Πέτρας στήνεται μια γιορτή – αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο, ο οποίος σφράγισε με το μουσικό του ιδίωμα την εποχή του και άφησε τα ακριβά δώρα της δημιουργίας του. Ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος –μαζί με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Μίλτο Πασχαλίδη και την Ασπασία Στρατηγού –θα ερμηνεύσει τις μεγάλες επιτιχίες που του χάρισε η συνεργασία του με τον Μάνο Λοΐζο, ανασύρει τις τρυφερές αναμνήσεις απο την πρώτη φορά που τον συνάντησε.

ΑΠΟ 17 ΕΤΩΝ. «Η σχέση με τον Μάνο έχει ρίζες βαθιές και δρόμο, πολύ δρόμο πίσω της. Ημουν 17 χρονών όταν τον γνώρισα στην Πλάκα, όπου έπαιζα από δω και από κει. Με συμπάθησε γιατί του έπαιζα στην κιθάρα τους λαϊκούς δρόμους. Και αυτό του έκανε εντύπωση από έναν τόσο μικρό. Παραδόξως του άρεσε και η φωνή μου, παρότι μικρός και άγουρος ακόμη. Κάναμε αρκετή παρέα και έναν χρόνο μετά μου απέδειξε την αγάπη του και την εκτίμησή του –το 1968 –πηγαίνοντάς με στο στούντιο όπου ηχογραφούσε τον «Σταθμό». Με σύστησε στον Λευτέρη ως φοιτητή, προφανώς για να μου προσδώσει κύρος. Ο Λευτέρης με έβαλε στον πάγο κατευθείαν. Ηταν καθοριστική στιγμή για μένα, γιατί με τον Μάνο και τον Λευτέρη και βέβαια με τον άλλο μέγα δάσκαλο, τον Κιουγιουμτζή, άνοιξε εκείνη τη σκοτεινή περίοδο ένας κόσμος με φως και ελπίδα».

Ο Μάνος Λοΐζος στην εικοσαετή πορεία του έδωσε μερικά από τα πιο εμβληματικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας. Το μουσικό του ιδίωμα είναι ταυτισμένο με την εμβληματική στιχουργική του Γιάννη Νεγρεπόντη, του Μανώλη Ρασούλη, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου –από το 1965 που γνωρίστηκαν έγιναν αχώριστοι φίλοι -, του Φώντα Λάδη. Λυρισμός, ευαισθησία και αγωνία στις δημιουργίες του, που είχαν την τύχη να ερμηνεύσουν σπουδαία ονόματα όπως ο Γιάννης Καλατζής, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Πάριος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Δήμητρα Γαλάνη και ο Γιώργος Νταλάρας.

Ο Μάνος Λοΐζος τολμούσε να δώσει δείγματα γραφής καταθέτοντας ήχους διαφορετικούς. Από τη μια έγραψε βαρύ ζεϊμπέκικο –«Δεν θα ξαναγαπήσω» –και από την άλλη βουτούσε στα βαθιά νερά της ροκ δίνοντας κομμάτια όπως το «Κι αν είμαι ροκ». Για όσους τον γνώριζαν, αυτό ήταν απολύτως φυσικό, αφού ο σπουδαίος συνθέτης –γεννημένος στο χωριό Αγιοι Βαβατσινιάς στην επαρχία της Λάρνακας –αγαπούσε και μελετούσε σχεδόν όλα τα είδη και παρακολουθούσε κι άκουγε ό,τι καινούργιο κυκλοφορούσε.

Η δημιουργία του στηρίχθηκε στην κυτταρική μνήμη. Η εισαγωγή του τραγουδιού «Το δέντρο» που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας «συγγενεύει» με το «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» του Μάρκου Βαμβακάρη. Το κομμάτι αυτό περιλαμβάνεται στον δίσκο «Τα τραγούδια μας» (1974). Η φωνή του Γιώργου Νταλάρα μέσα από αυτή τη δουλειά συνδέθηκε με κομμάτια που έχουν περάσει στη συλλογική μνήμη: «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Πάγωσε η τσιμινιέρα» κ.ά. Ο δίσκος πούλησε πάνω από 500.000 (σ.σ. τα περισσότερα τραγούδια κόπηκαν απο το ραδιόφωνο της ΕΡΤ λόγω των πολιτικοκοινωνικών μηνυμάτων τους).

Ομως τα λάφυρα αυτής της φιλίας του Γιώργου Νταλάρα με τον Μάνο Λοΐζο δεν ήταν τα τραγούδια: «Είχα την τύχη να πω τα “Αχ χελιδόνι μου”, “Λιόντα”, “Μάνα δε φυτέψαμε”, “Ηλιε μου”. Ομως είχα και την ευλογία να συναναστραφώ, εκτός από τον Μάνο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Γιάννη Νεγρεπόντη, τον Φώντα Λάδη, τη Μάρω Λοΐζου. Ηταν μια δημιουργική κυψέλη. Ολοι συνέβαλαν με τις γνώσεις και τις αγωνίες τους από τις συζητήσεις που κάναμε στο να μάθω και να αφουγκραστώ πέρα από την εποχή. Χωρίς ματαιοδοξίες, χωρίς ανταγωνισμό και φυσικά –το πιο σημαντικό –χωρίς απόπειρες εντυπωσιασμού. Ηταν μια παρέα με σεβασμό στη μουσική, αλλά και στα λόγια των ποιητών και των στιχουργών. Ο λόγος που είναι ζωντανά τα τραγούδια του Μάνου σήμερα και υπάρχουν είναι γιατί εμπεριέχουν την πίστη του –πέρα από τη μουσική –στον ίδιο τον άνθρωπο. Στάθηκε δίπλα στην κοινωνία και στα προβλήματά της και προσπάθησε μέσα από τα τραγούδια του να δώσει σάρκα και οστά στο όραμα αυτών των ανθρώπων: στις αγωνίες, στις χαρές, στις ματαιώσεις, στις λύπες, στους χωρισμούς, στους έρωτες».