Δεν είναι τελικά καθόλου άχρηστο το κείμενο που έγραψε την Κυριακή ο Πρωθυπουργός, ή αυτός που του γράφει τα κείμενα, για τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ. Καθιστά πεντακάθαρο ότι η ιδεολογική ανάγνωση της εξουσίας και της Ιστορίας αποτελεί συγχρόνως κίνδυνο για τη δημοκρατία και αιτία της αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Πρωθυπουργός έχει δίκιο σε τρία σημεία. Πράγματι ο Ανδρέας Παπανδρέου «διέθετε το πολιτικό αισθητήριο να διαγνώσει την ιστορική στιγμή της Μεταπολίτευσης και τις δυνατότητες που άνοιγε». Πράγματι η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη (μέρα που διάλεξε ο Πρωθυπουργός για να τη βεβηλώσει) «αποτέλεσε τομή στην πολιτική και στην κοινωνία», υπό την έννοια της απελευθέρωσης και μετουσίωσης ώριμων αλλά ώς τότε καταχωνιασμένων κοινωνικών αιτημάτων. Και πράγματι το μεγάλο πλήθος των πολιτών που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ δεν το έκανε τόσο από ιδεολογική συγγένεια, αλλά «γιατί είδαν την ευκαιρία να γίνουν πράξη αυτά που πίστευαν». Ολα αυτά, όμως, που αποτελούν τμήμα του προ της άσκησης της εξουσίας αποτυπώματος του ΠΑΣΟΚ, ο Πρωθυπουργός τα χρησιμοποιεί αναδρομικά για να διαστρεβλώσει το άλλο, σημαντικότερο και πιο αμφίσημο, ιστορικό του ίχνος, εκείνο που άφησε μέσα από τη διαχείριση της εξουσίας. Εκεί ακριβώς που η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται συντριπτική.
Το σχήμα του Πρωθυπουργού –ένα ΠΑΣΟΚ «καλό και ριζοσπαστικό» στην προ της εξουσίας και στην αμιγώς ανδρεϊκή του φάση, «νεοφιλελεύθερο και συμβιβασμένο» στην άσκηση της εξουσίας και ιδίως επί των επιγόνων του Ανδρέα –δεν είναι μόνο απλοϊκό, αλλά και ανιστόρητο. Η δοκιμασία της εξουσίας άλλαξε, φυσικά, το ΠΑΣΟΚ, προς το καλύτερο και προς το χειρότερο, όχι γιατί το κόμμα-κίνημα απεμπόλησε τις αρχές και τα ιδανικά του, αλλά γιατί η εξουσία έχει τη δική της δυναμική, αλλάζει το είδος και την ποιότητα των επιλογών και των σταθμίσεων. Αυτό που έχουν ήδη αρχίσει να κρίνουν οι ιστορικοί και που ο Πρωθυπουργός σκόπιμα παρασιωπά, είναι σε ποιο βαθμό το ΠΑΣΟΚ, μέσα από την άσκηση της εξουσίας, άλλαξε, και προς ποια κατεύθυνση, το πρόσωπο της χώρας, σεβόμενο και όχι καταβαραθρώνοντας τη δημοκρατία. Κι εδώ η απάντηση είναι ότι, αντίθετα από τον ΣΥΡΙΖΑ και παρά τις πολλές αστοχίες, το χάιδεμα των αφτιών του λαού και το ξύπνημα των χαμηλών ενστίκτων του, το ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα ιδίως επί του «επιγόνου» Σημίτη, πάλεψε για την κοινωνική ευημερία, όπως εκείνο την καταλάβαινε, χωρίς ποτέ να απειλήσει, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, τη δημοκρατία στο όνομα της ιδεολογίας.
Ας μην ανησυχεί ο Πρωθυπουργός. Κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν «κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα-συνέχεια του ΠΑΣΟΚ». Και τούτο γιατί και οι αρχές και η πράξη τους ήταν, εξαρχής και ώς το τέλος, εντελώς διαφορετικές. Η μεγαλύτερη αποκάλυψη έρχεται από την πρωθυπουργική αποστροφή ότι «σοσιαλισμός και κοινωνική δικαιοσύνη ήταν τα κυρίαρχα αιτήματα της κοµµουνιστικής Αριστεράς». Το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα του Νότου απέδειξαν ότι η μόνη Αριστερά που μπορεί να κυβερνήσει είναι η μη κομμουνιστική, μια δυναμικότερη αλλά πάντα ρεφορμιστική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα, το πέρασμα του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία αποδεικνύει σε τι βαθμό η κομμουνιστική παράδοση και προέλευση εμποδίζουν την αποδοχή και την εφαρμογή βασικών στοιχείων της δημοκρατίας. Κι αυτό καμία όψιμη διαστρέβλωση της Ιστορίας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος