Το τέλος που μας αξίζει
«Ερχεται τη νύχτα»: Στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο (τον οποίο χάσαμε πρόσφατα), μια ομάδα ανθρώπων που έχουν καταφύγει στο ίδιο σπίτι προσπαθούν να οχυρωθούν για να γλιτώσουν από την επίθεση των νεκροζώντανων –μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν πως ο πραγματικός εχθρός είναι ανάμεσά τους. Για τον Ρομέρο, τον αμερικανό σκηνοθέτη που γύρισε τούτη την (πρώτη!) του ταινία το 1968 και αξίζει επιτέλους να τοποθετήσουμε στο πάνθεο των μεγάλων δημιουργών, τα ζόμπι εκπροσωπούν μια νέα κοινωνία που επιστρέφει στη ζωή για να καταβροχθίσει την παλιά, και αν αναρωτιέστε «ποιος ο λόγος;» σκεφτείτε λίγο την κοινωνικοπολιτική συγκυρία: Πόλεμος του Βιετνάμ, δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αλλά και της Σάρον Τέιτ από την παρέα του Τσαρλς Μάνσον (το οριστικό τέλος του χιπισμού), χάος, βία και αγανάκτηση.
Ο Τρέι Σουλτς τώρα έρχεται το 2017 με μια άλλη «Νύχτα», παίζοντας και αυτός το δραματουργικό χαρτί του εγκλεισμού: σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, καθώς ένας καταστροφικός ιός απειλεί την ανθρωπότητα, η «ηρεμία» μιας οικογένειας ταράζεται όταν αποφασίζει να ζήσει κάτω από την ίδια στέγη με άλλη μία που ζητά, απελπισμένη, ένα καταφύγιο. Κάτω από το βάρος του τρόμου που τους περιβάλλει, οι έξι αυτοί άνθρωποι αναζητούν μάταια τους δεσμούς εκείνους που θα τους ενώσουν ενάντια στην απειλή της σαρωτικής ασθένειας. Η οποία δεν κάνει διακρίσεις. Και επειδή ο άνθρωπος δείχνει ανίκανος να αγαπήσει τον εαυτό του, ούτως ώστε να αγαπήσει και τους άλλους, τούτη η ασθένεια έρχεται να «καθαρίσει» τη μητέρα φύση (δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Σουλτς ξεκίνησε τη φιλμική του σταδιοδρομία ως βοηθός του Τέρενς Μάλικ!) από το είδος μας που την κατάντησε σ’ αυτά τα χάλια. Τα σημάδια αυτού του τραύματος αναζητήστε τα στην τωρινή πολιτική συγκυρία –και ο Σουλτς δείχνει ακόμα πιο «θυμωμένος» από τον Τζορτζ Ρομέρο: Η «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» «έκλεινε» με έναν πυροβολισμό. Η «Νύχτα» του Σουλτς με έναν ψίθυρο.
Αιχμηρό δράμα
«Paulina»: Μια μεγαλοαστή «πολλά υποσχόμενη» δικηγόρος του Μπουένος Αϊρες, η Παουλίνα αποφασίζει να κάνει αναστροφή στη ζωή της και αναχωρεί για τη βαθιά αργεντίνικη επαρχία, παρά τις προσπάθειες του πατέρα της, καταξιωμένου δικαστή. Εκεί όμως θα δεχθεί μια βίαιη σεξουαλική επίθεση. Και ο τρόπος που ο αργεντινός σκηνοθέτης Σαντιάγκο Μίτρε φιλμογραφεί την ιστορία του δεν θυμίζει σε τίποτα τα αντίστοιχα «εκμεταλλευτικού τύπου» αμερικανικά φιλμ (στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα αποκαλούν «rape-and-revenge films»), δίχως όμως να αναζητά και έναν κάποιο «θολό» ανθρωπισμό πίσω από την αγριότητα. Με άλλα λόγια, δεν είναι αφελής. Αντιθέτως, καταγράφει τη πορεία της ηρωίδας του με αξιοθαύμαστη τιμιότητα, δίχως να βάζει στην άκρη τις σημάνσεις αυτής της σκληρής ιστορίας.
που αγαπήσαμε
«American Made»: Ο Νταγκ Λίμαν, ένας σκηνοθέτης που εκτιμώ αφάνταστα, έρχεται με αυτό το φιλμ να «διορθώσει» κάπως την εικόνα του Τομ Κρουζ, που μετά τη «Μούμια» χρειαζόταν επειγόντως ένα ρεκτιφιέ. Και τι κάνει καλύτερα ο Τομ Κρουζ; Κατ’ αρχάς, να πιλοτάρει αεροπλάνα («Top Gun»). Κατά δεύτερον, να κερδίζει την εμπιστοσύνη μας. Αυτό εδώ το φιλμ –που βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία –έχει και τα δύο. Ετσι, ο Κρουζ ξεκινά να αφηγείται την επταετή του περιπέτεια όταν από πιλότος (και μικρολαθρέμπορος… πούρων) ξεκινά να δουλεύει ως πληροφοριοδότης της CIA. Ο ρυθμός είναι φρενήρης και επιμελημένα χαώδης, το χρήμα ρέει σε μυθικές ποσότητες (δεν έχουν πού να το βάλουν!) και η ταινία δεν «τρέχει» απλώς, αλλά πετάει. Χαίρεσαι να το βλέπεις.
Προβληματικό
«Detroit: Μια οργισμένη πόλη»: Αλλη μια αληθινή ιστορία, μόνο που αυτή τη φορά ο τόνος είναι σοβαρός: Η Κάθριν Μπίγκελοου ξεκινά από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο Ντιτρόιτ τον Ιούλιο του 1967, δηλαδή τις –δικαιολογημένα –βίαιες εξεγέρσεις της αφροαμερικανικής κοινότητας και την –αποτρόπαια –βίαιη καταστολή τους. Η κάμερα, ασταθής, σχεδόν νευρική (διευθυντής φωτογραφίας ο Μπάρι Ακροϊντ, φωτογράφος του Πολ Γκρίνγκρας, για να πάρετε μια ιδέα), σε γραπώνει από τον γιακά –αλλά τούτη η μέθοδος έχει πλέον καταστεί τόσο «αναμενόμενη», που είναι πιο εύκολο να δεις το «στήσιμο» πίσω από τον ρεαλισμό των καταστάσεων. Και το σενάριο (που προσπαθεί αφελώς να παρουσιάσει το «κακό» και το «καλό» πρόσωπο της αμερικανικής αστυνομίας) δεν βοηθά.
Δύο επανεκδόσεις
«Ο νεκρός» του Τζιμ Τζάρμους παραμένει για πολλούς το αξεπέραστο αριστούργημά του. Και η ασπρόμαυρη διαδρομή του Τζόνι Ντεπ προς τον Αχέροντα, σε αυτό το παράξενο μυητικό αμάλγαμα, κουβαλά ακόμα εκείνη την υπόγεια έκσταση –ειδικά σε αυτή την εξαιρετικά ανανεωμένη ψηφιακή αποκατάσταση. Επίσης αξιοσημείωτη η επανέκδοση του «Στο πέρασμα του χρόνου», από τις κορυφές του Βιμ Βέντερς, όπου ένας επιδιορθωτής μηχανών προβολής σώζει τη ζωή ενός παιδοψυχολόγου σε κατάθλιψη που συναντά σε ένα ταξίδι του. Η φιλία ξεκινάει ανάμεσά τους, «ρίζα» ενός υπέροχου road movie.
Γαλλικό τρίπτυχο
Στην «Επιστροφή στη Βουργουνδία», τρία αδέλφια ενώνονται ύστερα από χρόνια για να αποφασίσουν από κοινού για το μέλλον του οικογενειακού αμπελώνα. Σκηνοθετεί ο Σεντρίκ Κλαπίς, φιλμογράφος ευαίσθητος με ματιά ανθρωποκεντρική. Ακολουθεί, πάλι από τη Γαλλία, το «Αυτή η γη είναι δική μας» του Λουκά Μπελβό, που παρακολουθεί την ιστορία μιας γυναίκας που, «γαλουχημένη» από τον γιατρό της, κατεβαίνει στις δημαρχικές εκλογές για λογαριασμό ενός εθνικιστικού κόμματος. Συμπέρασμα: Οι Γάλλοι σκηνοθέτες, όταν θέλουν να μιλήσουν για το σήμερα, το κάνουν χωρίς αλληγορικές προφάσεις. Τέλος, κλείνοντας το γαλλικό τρίπτυχο έχουμε τους «Πρώην», μια κωμωδία καταστάσεων όπου οι πορείες μιας ομάδας «πρώην» και «νυν» διασταυρώνονται. Από τα λιγότερο αστεία φιλμ που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.