Ενα απλό τεστ όσφρησης μπορεί στο μέλλον να βοηθά τους γιατρούς να εντοπίζουν τους ανθρώπους με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου Πάρκινσον, έως και μια δεκαετία προτού εκδηλωθούν τα συμπτώματα και καταστεί εφικτή η πρώτη διάγνωση.
Κάτι ανάλογο φιλοδοξεί να πετύχει ένα άλλο πειραματικό τεστ, που βάζει τους ανθρώπους να σχεδιάζουν σε οθόνη φορητού υπολογιστή. Πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο εργαλείο που μπορεί να διαγνώσει τη νόσο ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ορατών συμπτωμάτων.
Στην πρώτη περίπτωση, μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη βρήκε ότι οι άνθρωποι με κακή όσφρηση είναι πιθανότερο να εμφανίσουν Πάρκινσον σε σχέση με όσους μυρίζουν χωρίς πρόβλημα. Αυτό ισχύει περισσότερο για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Χονγκλέι Τσεν του Κολεγίου Ιατρικής του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Neurology” της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, μελέτησαν περίπου 2.500 άτομα με μέση ηλικία 75 ετών.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τεστ όσφρησης για 12 κοινές οσμές (κανέλας, λεμονιού, βενζίνης, σαπουνιού, κρεμμυδιού κ.α.) και, ανάλογα με τις οσφρητικές επιδόσεις τους, χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες κακής, μέτριας και καλής όσφρησης. Στη συνέχεια παρακολουθήθηκαν για χρονικό διάστημα δέκα ετών κατά μέσο όρο, στη διάρκεια των οποίων 42 άνθρωποι εμφάνισαν Πάρκινσον.
Όσοι είχαν κακή όσφρηση, είχαν πενταπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν τη νόσο, σε σχέση με όσους είχαν καλή όσφρηση. Η μελέτη έδειξε μια σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στο αποτέλεσμα του τεστ όσφρησης και στην εκδήλωση Πάρκινσον έως και έξι έτη αργότερα. Η σχέση υπήρχε ακόμα και τα επόμενα χρόνια, αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Οι επιστήμονες επισήμαναν ότι αυτό δεν σημαίνει πως κάθε άνθρωπος που δεν έχει καλή όσφρηση στα γεράματα, θα εμφανίσει Πάρκινσον και τόνισαν ότι θα χρειασθεί περισσότερη έρευνα, προτού καθιερωθεί ένα ευρείας χρήσης οσφρητικό τεστ για τη νόσο.
Τεστ σχεδίου σε ταμπλέτα
Μια άλλη αυστραλιανή επιστημονική έρευνα διαπίστωσε ότι είναι δυνατό να γίνει αρχική διάγνωση, αλλά και να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της νόσου Πάρκινσον μέσω ενός ηλεκτρονικού τεστ σχεδιασμού.
Ανάλογα με την ταχύτητα που σχεδιάζει ένας άνθρωπος μια σειρά από γράμμα και σπιράλ και πόση πίεση ασκεί με το μολύβι του στο χαρτί, εκτιμάται κατά πόσο έχει τη νόσο, αλλά και η σοβαρότητά της κατάστασης ενός ασθενούς που έχει ήδη διαγνωσθεί με Πάρκινσον. Η ακρίβεια διάγνωσης φθάνει το 93%.
Οι μηχανικοί και νευρολόγοι του Πανεπιστημίου RMIT (Βασιλικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μελβούρνης), με επικεφαλής την Πούναμ Ζαμ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευρολογίας “Frontiers in Neurology”, αυτοματοποίησαν τη διαδικασία, αναπτύσσοντας ένα ειδικό λογισμικό, έτσι ώστε ο ασθενής να σχεδιάζει σε υπολογιστή-ταμπλέτα και να προκύπτει αυτόματα η διάγνωση.
Για πρώτη φορά παγκοσμίως, το σύστημα αυτό καταγράφει την ταχύτητα σχεδιασμού και την πίεση της ηλεκτρονικής πένας πάνω στην οθόνη, υπολογίζοντας έτσι ένα ξεχωριστό «σκορ» για κάθε χρήστη, το οποίο δείχνει αν έχει Πάρκινσον και σε πόσο προχωρημένο στάδιο.
Το Πάρκινσον είναι η δεύτερη συχνότερη νευροεκφυλιστική νόσος μετά την άνοια. Από τη νόσο, για την οποία προς το παρόν δεν υπάρχει θεραπεία, πάσχουν περισσότεροι από δέκα εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως.
Προκαλεί τρέμουλο στον ασθενή, μυική ακαμψία, δυσκολία βαδίσματος και άλλα συμπτώματα. Συχνά η διάγνωση γίνεται με καθυστέρηση από τους νευρολόγους, καθώς δεν υπάρχουν εργαστηριακά διαγνωστικά τεστ, ενώ δεν είναι πάντα εύκολο για το γιατρό να αξιολογήσει τη σοβαρότητα της νόσου.